-
1 ἠνεκής
-
2 ἠνεκής
-
3 ποδ-ηνεκής
ποδ-ηνεκής, ές, bis auf die Füße gehend, bis auf die Füße herabreichend; Il. 10, 24. 178. 15, 646; κιϑὼν λίνεος, Her. 1, 195.
-
4 κεντρ-ηνεκής
κεντρ-ηνεκής, ές, mit dem Stachel angetrieben, angespornt (ἐνεγκεῖν), ἵπποι, Il. 5, 752. 8, 396.
-
5 δι-ηνεκής
δι-ηνεκής, ές, att. διᾱνεκής (ἤνεγκον, διαφέρω, vgl. δουρηνεκής, κεντρηνεκής, ποδηνεκής), stetig, ununterbrochen fortlaufend, sich lang hinerstreckend. Homer: νώτοισιν διηνεκέεσσι Iliad. 7. 321 Odyss. 14. 437, von Thieren; ῥίζῃσιν μεγάλῃσι διηνεκέεσσ' ἀραρυῖαι, δρύες, Iliad. 12, 134; ῥάβδοισι διηνεκέσιν Iliad. 12, 297, an einem Schilde; ἀτραπιτοὶ διηνεκέες Odyss. 13, 195; εἰ ὦλκα διηνεκέα προταμοίμην Odyss. 18, 375; Adverbium διηνεκέως, in der Verbindung διηνεκέως ἀγορεύειν, ausführlich, genau, bestimmt erzählen, Odyss. 4, 836. 7, 241. 12, 56. – Διᾱνεκῆ σώματος μέρη Anaxandr. Ath. X, 455 f; λόγος Plat. Hipp mai. 301 e; Sp.; von der Zeit, νόμος Plat. Legg. VIII, 839 a; νύξ Luc. V. H.. 1, 19; διηνεκεῖς αἱ ὀπῶραι Ath. XIV, 653 f; ἐς τὸ διηνεκές, für immer, App. B. C. 1, 4. – Adv. διηνεκέως, att. διηνεκῶς u. διᾱνεκῶς; καταλέγειν Hes. Th. 627; vgl. Aesch. Ag. 319; – sp. D.
-
6 δουρ-ηνεκής
δουρ-ηνεκής, ές, so weit ein Speer im Wurfe getragen wird, eine Speerwurfweite, Apoll. Lex. Homer. p. 59, 34 Δουρηνεκές· ὅσον δόρυ διατεῖναι, von ἤνεγκον, ἠνέχϑ ην, vgl. κεντρηνεκής, ποδηνεκής, διηνεκής; bei Homer δουρηνεκής einmal, Iliad. 10, 357 ἀλλ' ὅτε δή ῥ' ἄπεσαν δουρηνεκὲς ἢ καὶ ἔλασσον, als sie einen Speerwurf weit entfernt waren.
-
7 διηνεκής
δι-ηνεκής, ές, stetig, ununterbrochen fortlaufend, sich lang hinerstreckend; Adverbium διηνεκέως, in der Verbindung διηνεκέως ἀγορεύειν, ausführlich, genau, bestimmt erzählen -
8 δουρηνεκής
δουρ-ηνεκής, ές, so weit ein Speer im Wurfe getragen wird, eine Speerwurfweite -
9 κεντρηνεκής
κεντρ-ηνεκής, ές, mit dem Stachel angetrieben, angespornt -
10 ποδηνεκής
ποδ-ηνεκής, ές, bis auf die Füße gehend, bis auf die Füße herabreichend
См. также в других словарях:
ηνεκής — ἠνεκής, ές (Α) 1. αυτός που φέρει, που οδηγεί μπροστά, που εκτείνεται μακριά 2. εκτεταμένος, πλατύς, μακρύς 3. (το ουδ. ως επίρρ.) ἠνεκές χωρίς διακοπή, συνεχώς. επίρρ... ἠνεκέως (Α) αδιάκοπα, συνεχώς. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. διηνεκής] … Dictionary of Greek
ἠνεκές — ἠνεκής bearing onwards masc/fem voc sg ἠνεκής bearing onwards neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠνεκέεσσι — ἠνεκής bearing onwards masc/fem/neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠνεκέως — ἠνεκής bearing onwards adverbial (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
enek̂-, nek̂-, enk̂-, n̥k̂- (*henek-) — enek̂ , nek̂ , enk̂ , n̥k̂ (*henek ) English meaning: to reach; to obtain Deutsche Übersetzung: “reichen, erreichen, erlangen” and (nur Gk. Bal. Slav.) “tragen” Material: O.Ind. asnōti, Av. ašnaoiti (*n̥k̂ neu ) “ if something is… … Proto-Indo-European etymological dictionary
κεντρηνεκής — κεντρηνεκής, ές (Α) (για άλογο) αυτός που κεντρίζεται, που παροτρύνεται για να τρέξει («κεντρηνεκέας ἔχον ἵππους», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον + ηνεκής. Το β συνθετικό τής λ. ανάγεται σε τ. ενεκ ής, στον οποίο απαντά το θέμα τών ἐνεγκεῖν,… … Dictionary of Greek
διηνεκής — ές (AM διηνεκής, ές) (για χρόνο) αιώνιος, ατελεύτητος, παντοτινός αρχ. 1. συνεχής, αδιάκοπος 2. «εις το διηνεκές» για πάντα 3. (το ουδ. ως επίρρ.) διηνεκώς και ποιητ. διηνεκέως συνεχώς, ασταμάτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετη λ. της αττικής διαλέκτου (ο δωρ … Dictionary of Greek
ενεγκείν — ἐνεγκεῑν (Α) απρμφ. αόρ. τού φέρω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αν δεχθούμε ως αρχική τη δισύλλαβη ρίζα *enek, τότε η ετεροιωμένη μορφή *enok (με αττικό αναδιπλασιασμό και δάσυνση) απαντά στον ενεργητικό παρακμ. εν ήνοχ α, ενώ η μηδενισμένη βαθμίδα *enk, που… … Dictionary of Greek
βεληνεκές — το η απόσταση, σε ευθεία γραμμή, από το σημείο βολής ως το σημείο πτώσης του βλήματος πυροβόλου όπλου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο ουδ. του επίθ. βεληνεκής < βέλος + ηνεκής < (θ.) ενεκ του αόρ. β ήνεγκον του ρ. φέρω (πρβλ. αρχ. διηνεκής,… … Dictionary of Greek
ποδηνεκής — ές, Α αυτός που φτάνει ώς κάτω στα πόδια (α. «ἑέσσατο δέρμα λέοντος... ποδηνεκές», Ομ. Ιλ. β. «ἐσθὴς ποδηνεκής», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + ηνεκής (< θ. ενεκ τού αορ. ἐνεγκεῖν* τού φέρω). Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως … Dictionary of Greek