-
1 δουλικός
Aὅπλον X.Cyr.7.4.15
([comp] Sup.);διακονήματα Pl.Tht. 175e
; ἔργον Araros18;δ. καὶ ταπεινὰ πράγματα ποιεῖν D.57.45
;- ώτεροι τὰ ἤθη Arist.Pol. 1285a20
; δ. πόλεμος slave-war, Plu.Crass.10. Adv.- κῶς Phryn.Com.2D.
, X.Oec.10.10: [comp] Comp.- ώτερον Arr.Epict.4.1.25
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δουλικός
См. также в других словарях:
-ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο … Dictionary of Greek