Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

δοτήρ

См. также в других словарях:

  • δοτήρ — και δωτήρ, ο (θηλ. δότειρα, η) (AM) ο χορηγός, αυτός που παρέχει κάτι («ὁ δοτὴρ τῆς ζωῆς», «δοτὴρ τῶν ἀγαθῶν καὶ ζωῆς χορηγός ο θεός) αρχ. α) «ταμίαι... σίτοιο δοτῆρες» οικονόμοι που μοίραζαν ψωμί β) «ὀιστοὶ θανάτοιο δοτῆρες» βέλη που έφερναν… …   Dictionary of Greek

  • δοτήρ — giver masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοτῆρ' — δοτῆρα , δοτήρ giver masc acc sg δοτῆρι , δοτήρ giver masc dat sg δοτῆρε , δοτήρ giver masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοτῆρα — δοτήρ giver masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοτῆρας — δοτήρ giver masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοτῆρες — δοτήρ giver masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοτῆρι — δοτήρ giver masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοτῆρος — δοτήρ giver masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοτῆρσι — δοτήρ giver masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοτῆρσιν — δοτήρ giver masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνοδοτήρ — ξυνοδοτήρ, ῆρος, ὁ (Α) (επίθ. τού Απόλλωνος) αυτός που μοιράζει από κοινού σε όλους με αφθονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυνός «κοινός» + δοτήρ (< δίδωμι), πρβλ. ζωο δοτήρ, πλουτο δοτήρ] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»