-
1 δορύ-παλτος
δορύ-παλτος, s. δορίπαλτος.
-
2 δορί-παλτος
δορί-παλτος, speerschwingend, χείρ, d. i. die rechte Hand, Aesch. Ag. 116, wo die besseren mss. δορύ-παλτος haben.
-
3 δορίπαλτος
A wielding the spear, ἐκ χερὸς δοριπάλτου on the right hand, A.Ag. 117 (lyr., δορυ- cod. [voice] Med.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δορίπαλτος
См. также в других словарях:
παλτός — παλτός, ή, όν (Α) [πάλλω] 1. αυτός που πάλλεται, που εκτοξεύεται, που εκσφενδονίζεται («παλτῷ ῥιπτεῑ πυρί», Σοφ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ παλτόν α) βέλος β) βλήμα που ρίχνεται από καταπέλτη γ) ελαφρύ δόρυ που χρησιμοποιούσαν συνήθως οι Πέρσες… … Dictionary of Greek