-
1 δοριπονος
-
2 δορίπονος
δορῐ-πονος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δορίπονος
-
3 δορίπονος
δορί-πονος, speerbedrängt; mit dem Speere arbeitend, kämpfend -
4 δορίπονον
δορίπονοςtoiling with the spear: masc /fem acc sgδορίπονοςtoiling with the spear: neut nom /voc /acc sg -
5 δοριπόνων
δορίπονοςtoiling with the spear: masc /fem /neut gen pl -
6 δορίπονα
δορίπονοςtoiling with the spear: neut nom /voc /acc pl -
7 δορί-πονος
δορί-πονος, speerbedrängt; πόλις Aesch. Spt. 153; κακά 610; ἀσπίδες, ἄνδρες, Eur. I. A. 771 El. 479, wo man auch δοριπόνος schreiben kann, mit dem Speere arbeitend, kämpfend.
См. также в других словарях:
δορίπονος — δορίπονος, ον (Α) 1. αυτός που αγωνίζεται στη μάχη, πολεμικός («πόλιν δορίπονον», Αισχ.) 2. «δορίπονα κακά» συμφορές από τον πόλεμο, Αισχ.) 3. «δορίπονος ἀσπίς» η ασπίδα που τη χτυπούν τα δόρατα (Ευρ.) … Dictionary of Greek
δορίπονον — δορίπονος toiling with the spear masc/fem acc sg δορίπονος toiling with the spear neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοριπόνων — δορίπονος toiling with the spear masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δορίπονα — δορίπονος toiling with the spear neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Delphische Maximen — Delta Inhaltsverzeichnis 1 Δαιδάλου πτερά 2 Δαμόκλειος σπάθη … Deutsch Wikipedia
Furcht und Schrecken — Delta Inhaltsverzeichnis 1 Δαιδάλου πτερά 2 Δαμόκλειος σπάθη … Deutsch Wikipedia
Liste griechischer Phrasen/Delta — Delta Inhaltsverzeichnis 1 Δαιδάλου πτερά … Deutsch Wikipedia
δόρυ — Μακρύ κοντάρι με αιχμηρό άκρο, που το χρησιμοποίησαν ως όπλο οι λαοί της αρχαιότητας και είναι διαδεδομένο ακόμα και σήμερα σε πρωτόγονες φυλές. Για να έχει πιο αποτελεσματική και μακρόχρονη χρήση, το άκρο του δ. ήταν ενισχυμένο, από πολύ παλιά,… … Dictionary of Greek