-
1 δορίς
-
2 δορίς
-
3 εὐ-κρότητος
εὐ-κρότητος, wohl geschlagen, mit dem Hammer schön getrieben, πρόχους Soph. Ant. 420, δορίς Eur. El. 819.
См. также в других словарях:
δορίς — δορίς, η (AM) μσν. το θυσιαστήριο, η αγία τράπεζα αρχ. μαχαίρι ειδικό για το γδάρσιμο τών ζώων … Dictionary of Greek
δορίς — sacrificial knife fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δορίδα — δορίς sacrificial knife fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δορίδας — δορίς sacrificial knife fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δορίδες — δορίς sacrificial knife fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξοΐς — ξοΐς, ἡ (Α) σιδερένιο εργαλείο που χρησιμοποιείται στη γλυπτική και στην εξόρυξη, καθώς και στην κατεργασία μεταλλευμάτων ή πετρωμάτων, σμίλη («ξοΐς μεταλλικὸν σκεῡος, και λιθουργικόν», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί πιθ. από την… … Dictionary of Greek
δορί — δόρυ stem neut dat sg (attic) δορίς sacrificial knife fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)