Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

δορίς

См. также в других словарях:

  • δορίς — δορίς, η (AM) μσν. το θυσιαστήριο, η αγία τράπεζα αρχ. μαχαίρι ειδικό για το γδάρσιμο τών ζώων …   Dictionary of Greek

  • δορίς — sacrificial knife fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δορίδα — δορίς sacrificial knife fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δορίδας — δορίς sacrificial knife fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δορίδες — δορίς sacrificial knife fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξοΐς — ξοΐς, ἡ (Α) σιδερένιο εργαλείο που χρησιμοποιείται στη γλυπτική και στην εξόρυξη, καθώς και στην κατεργασία μεταλλευμάτων ή πετρωμάτων, σμίλη («ξοΐς μεταλλικὸν σκεῡος, και λιθουργικόν», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί πιθ. από την… …   Dictionary of Greek

  • δορί — δόρυ stem neut dat sg (attic) δορίς sacrificial knife fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»