Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πρόχους

См. также в других словарях:

  • πρόχους — Αγγείο που το χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι για να πλένουν τα χέρια των φιλοξενουμένων. Αναφέρεται αρχικά από τον Όμηρο, σε θηλυκό γένος και το έφερνε η υπηρέτρια επάνω σε ασημένιο λέβητα για να πλύνει τα χέρια των φιλοξενουμένων. Οι π. ήταν πότε… …   Dictionary of Greek

  • πρόχους — πρόχοος vessel for pouring out fem acc pl (attic) πρόχοος vessel for pouring out fem nom sg (attic epic) προχόω pile in front imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μουσείο Αρχαίας Κυπριακής Τέχνης (Αθηνών) — Το μοναδικό μουσείο αρχαίας κυπριακής τέχνης στην Ελλάδα εγκαινιάστηκε τον Φεβρουάριο του 2001 σε τέσσερις αίθουσες του ισογείου του Πολιτιστικού Κέντρου Αθηναΐς, στον Βοτανικό Αθηνών. Η Αθηναΐδα, το παλιό εργοστάσιο κατασκευής μεταξιού,… …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • προχοΐδα — Όργανο απαραίτητο στα χημικά εργαστήρια για την ακριβή μέτρηση των όγκων. Αποτελείται από ένα γυάλινο σωλήνα κυλινδρικό, με αυστηρά σταθερή διάμετρο, επί του οποίου υπάρχει κλίμακα κυβικών εκατοστών και των δεκαδικών υποδιαιρέσεών τους. Ο όγκος… …   Dictionary of Greek

  • προχοΐδιον — και προχοίδιον και προκοίδιον, το, Α μικρή πρόχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόχους / πρόχοος + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. οἰνοχο ΐδιον)] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Αγρινίου — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Αγρινίου χτίστηκε με δωρεά των αδελφών Παπαστράτου στη νοτιοανατολική γωνία του Παπαστράτειου πάρκου και εγκαινιάστηκε το 1969 (Διαμαντή 1, Αγρίνιο). Αποτελείται από δύο αίθουσες κι ένα μικρό προθάλαμο, όπου εκτίθενται… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Αίγινας — Ήταν το πρώτο μουσείο που ιδρύθηκε στην ελεύθερη Ελλάδα το 1829 από τον Ιωάννη Καποδίστρια. Μέχρι το 1932, που τα σπουδαιότερα ευρήματα μεταφέρθηκαν στην Αθήνα, είχαν συγκεντρωθεί στην Αίγινα αρχαιότητες από πολλά μέρη της χώρας και κυρίως από τα …   Dictionary of Greek

  • αγγείο — I (Βοτ.). Το ξυλώδες στοιχείο που αποτελεί μέρος του κυκλοφορικού συστήματος των αγγειωδών φυτών· το σύνολο των α. συγκροτεί ένα πυκνό και πολύπλοκο δίκτυο αγωγών, που διατρέχει ολόκληρο το φυτικό σώμα από τις ρίζες έως τις νευρώσεις των φύλλων.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»