-
1 δολιχοδρόμος
δολῐχο-δρόμος, ον,A running the δόλιχος, Pl.Prt. 335e, X.Smp.2.17:—[dialect] Aeol. and [dialect] Dor. [full] δολιχαδρόμος, IG12(2).388 ([place name] Mytilene), CIG 2758 ([place name] Aphrodisias), IG5(1).19 ([place name] Sparta).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δολιχοδρόμος
См. также в других словарях:
κοινοδρομώ — κοινοδρομῶ, έω (Α) τρέχω από κοινού με άλλον, μετέχω σε κοινό δρόμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + δρομῶ (< δρομος < δρόμος), πρβλ. δολιχο δρομώ, ισο δρομώ] … Dictionary of Greek