Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

δολώσῃ

См. также в других словарях:

  • δολώσῃ — δολώσηι , δόλωσις tricking fem dat sg (epic) δολόω beguile aor subj mid 2nd sg δολόω beguile aor subj act 3rd sg δολόω beguile fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυναλώπηξ — κυναλώπηξ, εκος, ἡ (Α) 1. είδος λαγωνικού σκύλου που προήλθε από διασταύρωση σκύλου και αλεπούς 2. μτφ. υβριστικός χαρακτηρισμός ή επωνύμιο πορνοβοσκού, κακοήθης, πανούργος, άτιμος 3. μτφ. σκωπτικό επίθ. τού Κλέωνος («Αἰγείδη, φράσσαι κυναλώπεκα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»