-
1 δολομητις
См. также в других словарях:
ιππόμητις — ἱππόμητις, ό, ἡ (Α) ο έμπειρος στους ίππους ή στην ιππασία («ἀμφ Ἰόλασιν ἱππόμητιν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) + μητις (< μῆτις «σοφία, επιδεξιότητα»), πρβλ. δολό μητις, θεό μητις] … Dictionary of Greek
λεπτόμητις — λεπτόμητις, εως ή ιος, ἡ (Α) 1. ως επίθ. οξύνους, σώφρων, φρόνιμη 2. (κατά τον Ησύχ.) «λεπτόμητις ἡ δασεῑα ψυχή». [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + μῆτις «σοφία, επιδεξιότητα» (πρβλ. δολό μητις, θεό μητις)] … Dictionary of Greek