δολόμητις — δολομήτης masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δολομήτης — δολομήτης, ο και δολόμητις, ο, η (Α) 1. (για πρόσ.) αυτός που έχει πανούργα, πονηρή σκέψη, δολερός 2. φρ. «δολόμητις ἀπάτα» δόλια απάτη … Dictionary of Greek