-
1 δοκιμη
ἥ1) испытание, бедствие2) проверка, доказательствоἵνα γνῶ τέν δοκιμέν ὑμῶν NT. — чтобы мне испытать вас -
2 δοκιμή
η1) испытание, проба; опыт; попытка;πυρηνική δοκιμή — испытание ядерного оружия;
προς ( — или υπό) δοκιμην — или χάριν δοκιμης — на пробу, для испытания;
κάνω δοκιμή — пробовать, делать попытку;
2) мат. проверка;3) примерка; 4) репетиция; 5) πλ. проверочные испытания;§ η δοκιμή θάνατο δεν φέρνει — погов, попытка не пытка
-
3 δοκιμή
{сущ., 7}1. испытание, проверка;2. доказательство;3. опытность, опыт, верность.Ссылки: Рим. 5:4; 2Кор. 2:9; 8:2; 9:13; 13:3; Флп. 2:22.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > δοκιμή
-
4 δοκιμή
{сущ., 7}1. испытание, проверка;2. доказательство;3. опытность, опыт, верность.Ссылки: Рим. 5:4; 2Кор. 2:9; 8:2; 9:13; 13:3; Флп. 2:22.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > δοκιμή
-
5 δοκιμῇ
испытанииδοκιμὴΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > δοκιμῇ
-
6 δοκιμὴ
испытанностьδοκιμῇΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > δοκιμὴ
-
7 δοκιμή
1. испытание, проверка; 2. доказательство; 3. опытность, опыт, верность.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > δοκιμή
-
8 δοκιμή
[докими] ουσ θ проба. -
9 Η δοκιμή θάνατο δεν φέρνει
• Попытка не пытка, спрос не бедаИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Η δοκιμή θάνατο δεν φέρνει
-
10 δοκίμασμα
τό1) испытание, проба, опыт; 2) см. δοκιμή 3 -
11 1382
{сущ., 7}1. испытание, проверка;2. доказательство;3. опытность, опыт, верность.Ссылки: Рим. 5:4; 2Кор. 2:9; 8:2; 9:13; 13:3; Флп. 2:22.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1382
См. также в других словарях:
δοκιμή — proof fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
.δοκιμή — Infobox Top level domain name=.δοκιμή background=#D2B48C introduced=? type=Proposed generic top level domain status=? registry=? sponsor= intendeduse=Greek communities actualuse=? restrictions=? structure=? document=? disputepolicy=? website=http … Wikipedia
δοκιμή — η 1. έλεγχος, εξέταση της ποιότητας ή της ιδιότητας: Πάντα κάνω μια δοκιμή στο φαγητό την ώρα που μαγειρεύω. 2. απόπειρα, προσπάθεια: Κάνε μια δοκιμή για την άσκηση. 3. πρόβα: Πήγε για δοκιμή του καινούριου σακακιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δοκιμή — η (AM δοκιμή) [δόκιμος] 1. δοκιμασία, εξέταση, έλεγχος 2. απόδειξη νεοελλ. 1. δοκιμαστική εκτέλεση συναυλίας, θεατρικού έργου κ.λπ. για την αρτιότερη προετοιμασία του, πρόβα 2. έλεγχος ενδυμάτων, υποδημάτων κ.λπ. από τον αγοραστή για την… … Dictionary of Greek
δοκιμῇ — δοκιμάζω assay fut ind mid 2nd sg (doric) δοκιμάζω assay fut ind act 3rd sg (doric) δοκιμή proof fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκιμῆι — δοκιμῇ , δοκιμάζω assay fut ind mid 2nd sg (doric) δοκιμῇ , δοκιμάζω assay fut ind act 3rd sg (doric) δοκιμῇ , δοκιμή proof fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκιμέων — δοκιμή proof fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκιμήν — δοκιμή proof fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πείρα — η / πεῑρα, ιων. τ. πείρη, αιολ. τ. πέρρα, ΝΜΑ η πράξη και το αποτέλεσμα τού πειρώμαι, η δοκιμή, η δοκιμασία, η γνώση που αποκτήθηκε έπειτα από δοκιμή στην πράξη, η εμπειρία («πεῑρά τοι μαθήσιος ἀρχά», Αλκμ.) νεοελλ. 1. καθετί που πέφτει στην… … Dictionary of Greek
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek
ατομική βόμβα — Καταστροφικό όπλο, το οποίο χρησιμοποιεί την ενέργεια που παράγεται από μια πυρηνική αντίδραση. Συνήθως ο όρος α.β. αναφέρεται στις βόμβες που χρησιμοποιούν ενέργεια της σχάσης (λεγόμενες βόμβες Α), ενώ οι βόμβες που χρησιμοποιούν την ενέργεια… … Dictionary of Greek