-
1 προς-πίπτω
προς-πίπτω (s. πίπτω), zufallen; im pers. zugefallen sein, dabei liegen, ἀκταὶ λιμένος ποτιπεπτηυῖαι, am Hafen od. nach dem Hafen zu liegende Küste, Od. 13, 98 (welche Form Andere, wie Buttmann, zu προςπτήσσω ziehen); βωμοῖσι προςπίπτουσα, Soph. Trach. 900; προςπεσὼν ἔχου, Ai. 1160; vgl. προςπεσόντα πως βωμῷ καϑῆσϑαι τοῠ Ποσειδῶνος, O. C. 1159; also fußfällig bitten, anflehen, τί με προςπίπτεις; Eur. Andr. 538; πρόςπιπτε οἰκτρῶς τοῠδ' Ὀδυσσέως γόνυ, Hec. 339, u. öfter; προςπεσὼν αὐτῷ ἱκέτευε, Plat. Ep. VII, 349 a, wie Xen. Cyr. 4, 6, 2; Pol. 10, 18, 7; τὸν Ἀχιλλέα, Luc. paras. 46; – zufällig auf Einen stoßen, treffen, μὴ καὶ λάϑῃ με προςπεσών, Soph. Phil. 46. 156, wie Eur. Herael. 339; πρός τινα, Ar. Equ. 31; προςπεσοῦσα ἄτη, Her. 1, 32; αἱ συμφοραὶ προςπίπτουσαι, die vorfallenden Begebenheiten, 7, 46; αἱ προςπίπτουσαι τύχαι, Thuc. 1, 84, öfter; χαριζόμενος τῇ προςπιπτούσῃ ἐπιϑυμίᾳ, Plat. Rep. VIII, 561 c; ὅταν σοι προςπίπτῃ τι τῶν τοιούτων δογμάτων, wenn es dir vorkommen sollte, Legg. IX, 854 b; zufällig zu Theil werden, ἡ ἀτιμία φιλοσοφίᾳ διὰ ταῠτα προςπέπτωκεν, Rep. VII, 535 c; auch ἄν τινες νόσοι προςπέσωσιν, Phaed. 66 c; χαλεπὴ τύχη προςπεσοῠσα, Legg. V, 747 c; αἰσϑήσεις προςπεσοῠσαι, Tim. 44 a; Pol. vrbdt auch προςπίπτειν ἐς βράχεα, hineingerathen, 1, 39, 3; ὁ χειμάῤῥους προςπίπτει πρὸς τὸν Ἐρύμανϑον fällt in den Er., 4, 70, 9; bes. feindlich auf Einen stoßen, anfallen, angreifen, verstoßen wogegen, ἐς Δίκας βάϑρον προςέπεσες πολύ, Soph. Ant. 848; δυςτυχεστάτῳ προςέπεσον κλήρῳ, Eur. Troad. 291; Thuc. 3, 30; πόλεσιν ἀτειχίστοις, 1, 5, u. öfter; εἴτ' ἐγγύϑεν προςπίπτουσα, εἴτε πόῤῥωϑεν, Plat. Rep. VII, 523 e; Xen. u. A., wie Pol. 1, 28, 9 u. öfter; auch = sich zu Jemandes Partei schlagen, auch = seine Uebereinstimmung zu erkennen geben. – Absolut, Einem zu Ohren kommen, in die Ohren fallen, προςπίπτει ἀβλεμές, es klingt schwach, Long. 29; ἡ φήμη προςπίπτει αὐτοῖς, Pol. 5, 101, 3; προςέπεσε παραγενέσϑαι τοὺς πρεσβευτάς, 25, 4, 10, προςπεπτωκυίας αὐτοῖς τῆς ἁλώσεως, als ihnen die Eroberung zu Ohren gekommen war; vgl. εἴ τισιν ἐξαίφνης ἀκούσασιν ἀπιστότερος προςπέπτωκεν ὁ τοιοῠτος λόγος, Aesch. 3, 59.
-
2 ἐπί-κλοπος
ἐπί-κλοπος, diebisch, betrügerisch, schlau, gew. zum Nachtheile Anderer, καὶ ἠπεροπεύς Od. 11, 364; καὶ κερδαλέος 13, 291; ἀρτιεπὴς καὶ ἐπίκλοπος ἔπλεο μύϑων, gewandt im Reden, Il. 22, 281, wie τόξων, des Bogens kundig, Od. 21, 397; Hes. vrbdt κύνεόν τε νόον καὶ ἐπίκλοπον ἦϑος O. 67. 78; Aesch. Eum.144 u. sp. D., wie μῆτις Ap. Rh. 3, 781. – Seltener in Prosa, γένος λαϑραιότερον καὶ ἐπικλοπώτερον τὸ ϑῆλυ Plat. Legg. VI, 781 a; einzeln bei Sp., καὶ πανοῠργος ἀνήρ App. Syr. 24; δογμάτων, kundig, Plut. def. or. 23, Anspielung auf Hom.
-
3 ἐπίκλοπος
ἐπί-κλοπος, diebisch, betrügerisch, schlau, gew. zum Nachteile anderer; ἀρτιεπὴς καὶ ἐπίκλοπος ἔπλεο μύϑων, gewandt im Reden; wie τόξων, des Bogens kundig; δογμάτων, kundig -
4 προςπίπτω,
προς-πίπτω, u. προς-πιτνέω, zufallen; im pers. zugefallen sein, dabei liegen; ἀκταὶ λιμένος ποτιπεπτηυῖαι, am Hafen od. nach dem Hafen zu liegende Küste; also fußfällig bitten, anflehen; zufällig auf einen stoßen, treffen; αἱ συμφοραὶ προςπίπτουσαι, die vorfallenden Begebenheiten; ὅταν σοι προςπίπτῃ τι τῶν τοιούτων δογμάτων, wenn es dir vorkommen sollte; zufällig zu Teil werden; προςπίπτειν ἐς βράχεα, hineingeraten; ὁ χειμάῤῥους προςπίπτει πρὸς τὸν Ἐρύμανϑον, fällt in den Er.; bes. feindlich auf einen stoßen, anfallen, angreifen, verstoßen wogegen; auch = sich zu jemandes Partei schlagen, auch = seine Übereinstimmung zu erkennen geben. Absolut, einem zu Ohren kommen, in die Ohren fallen; προςπίπτει ἀβλεμές, es klingt schwach; προςπεπτωκυίας αὐτοῖς τῆς ἁλώσεως, als ihnen die Eroberung zu Ohren gekommen war -
5 προςπιτνέω
προς-πίπτω, u. προς-πιτνέω, zufallen; im pers. zugefallen sein, dabei liegen; ἀκταὶ λιμένος ποτιπεπτηυῖαι, am Hafen od. nach dem Hafen zu liegende Küste; also fußfällig bitten, anflehen; zufällig auf einen stoßen, treffen; αἱ συμφοραὶ προςπίπτουσαι, die vorfallenden Begebenheiten; ὅταν σοι προςπίπτῃ τι τῶν τοιούτων δογμάτων, wenn es dir vorkommen sollte; zufällig zu Teil werden; προςπίπτειν ἐς βράχεα, hineingeraten; ὁ χειμάῤῥους προςπίπτει πρὸς τὸν Ἐρύμανϑον, fällt in den Er.; bes. feindlich auf einen stoßen, anfallen, angreifen, verstoßen wogegen; auch = sich zu jemandes Partei schlagen, auch = seine Übereinstimmung zu erkennen geben. Absolut, einem zu Ohren kommen, in die Ohren fallen; προςπίπτει ἀβλεμές, es klingt schwach; προςπεπτωκυίας αὐτοῖς τῆς ἁλώσεως, als ihnen die Eroberung zu Ohren gekommen war
См. также в других словарях:
δογμάτων — δόγμα that which seems to one neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Ямвлих греческий философ — (Ίάμβλιχος) греческий философ, принадлежавший к так называемой новоплатонической школе. Сведения о его жизни, чрезвычайно скудные, дает его биограф Евнапий, который гораздо более озабочен обобщением различных ходячих анекдотов о его чудесах, чем… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Ямвлих, философ — (Ίάμβλιχος) греческий философ, принадлежавший к так называемой новоплатонической школе. Сведения о его жизни, чрезвычайно скудные, дает его биограф Евнапий, который гораздо более озабочен обобщением различных ходячих анекдотов о его чудесах, чем… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Diogĕnes [1] — Diogĕnes (gr., d.i. der von Zeus Gezeugte), bei Homer Beiname von Königen, später gewöhnlicher Name. I. Byzantinischer Kaiser: 1) so v.w. Romanus. II. Philosophen u. Dichter: 2) D. Apolloniates od. der Physiker, aus Apollonia in Kreta, ionischer… … Pierer's Universal-Lexikon
АЛКИНОЙ — АЛКИНОЙ Ἀλκίνους) (2 Я ПОЛ. 2 в. н. э.?), автор написанного по гречески сочинения, известного как «Учебник» или «Сводка платоновской философии» (варианты названия: Ἀλκινόου Διδασκαλικὸς τῶν Πλάτωνος δογμάτων Parisinus gr. 1962, Pinax, f. 146V … Античная философия
δογματική — Επιστήμη που εξετάζει συστηματικά τα δόγματα και τις βασικές αρχές της χριστιανικής πίστης. Ανάλογα με τις διάφορες χριστιανικές ομολογίες, διακρίνουμε τη δ. της Ορθόδοξης Εκκλησίας, τη δ. της Καθολικής και τη δ. της προτεσταντικής. Η καθολική δ … Dictionary of Greek
δογματοποιία — δογματοποιία, η (Α) 1. διδασκαλία δογμάτων, φιλοσοφικών αξιωμάτων 2. διδασκαλία εκκλησιαστικών δογμάτων … Dictionary of Greek
ομολογία — I Συμφωνία, ομοφωνία. Ο. πίστης ονομάζεται η επίσημη έκθεση των δογμάτων μιας Εκκλησίας ή και η αποδοχή ενός θρησκευτικού δόγματος. (Νομ.) Ο όρος ο. σημαίνει γενικά την αναγνώριση ή την αποδοχή κατηγορίας πταίσματος από το πρόσωπο που διέπραξε το … Dictionary of Greek
παπισμός — Θεσμός της Καθολικής Εκκλησίας, που εκφράζει και βασίζεται στη διδασκαλία της Εκκλησίας αυτής, κατά την οποία ο επίσκοπος Ρώμης, ως διάδοχος του κορυφαίου των Αποστόλων, του Πέτρου, έχει το πρωτείο τιμής ανάμεσα στη χριστιανική ιεραρχία, και… … Dictionary of Greek