-
1 δοίδυξ
-
2 δοῖδυξ
-
3 δοῖδυξ
-
4 δοίδυξ
δοίδυξ, -ῡκοςGrammatical information: m.Meaning: `pestle' (Ar.).Compounds: As first member in δοιδυκο-ποιός (Plu.) and in parodizing δοιδυκο-φόβα (Luc.)Derivatives: Denomin. διαδοιδυκίζω `clench the fist as a p.' (Com. Adesp.), ἀναδοιδυκίζειν ἀναταράσσειν H. (EM).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: No etymology. The suffix -ῡκ- is typical of Pre-Greek (Beekes, Pre-Greek s.v.). o \< α before υ in the next syllable.Page in Frisk: 1,404Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δοίδυξ
-
5 δοίδυκ'
δοί̱δυκα, δοῖδυξpestle: masc acc sgδοί̱δυκι, δοῖδυξpestle: masc dat sgδοί̱δυκε, δοῖδυξpestle: masc nom /voc /acc dual -
6 τριβίδιν
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριβίδιν
-
7 δοιδύκοιν
δοῑδύκοιν, δοῖδυξpestle: masc gen /dat dual -
8 δοιδύκων
δοῑδύκων, δοῖδυξpestle: masc gen pl -
9 δοίδυκα
δοί̱δυκα, δοῖδυξpestle: masc acc sg -
10 δοίδυκας
δοί̱δυκας, δοῖδυξpestle: masc acc pl -
11 δοίδυκε
δοί̱δυκε, δοῖδυξpestle: masc nom /voc /acc dual -
12 δοίδυκες
δοί̱δυκες, δοῖδυξpestle: masc nom /voc pl -
13 δοίδυκι
δοί̱δυκι, δοῖδυξpestle: masc dat sg -
14 δοίδυκος
δοί̱δυκος, δοῖδυξpestle: masc gen sg -
15 δοίδυξι
δοί̱δυξι, δοῖδυξpestle: masc dat pl (epic) -
16 διαδοιδυκίζω
A make a closed fist like a pestle, Com.Adesp. 973.II = ὀρχεῖσθαι ἀσχημόνως, ibid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαδοιδυκίζω
-
17 δίδυξ
-
18 μολυβοῦς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μολυβοῦς
-
19 τριβεύς
A rubber, masseur, PCair.Zen.675.1 (iii B. C.), PLond. ined. 2087 (iii B. C.), Str.15.1.55.2 = δοῖδυξ, pestle, Gal.13.850, AB 239, Gloss.; = ἀλετρίβανος, EM59.57.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριβεύς
-
20 ἀλετρίβανος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλετρίβανος
См. также в других словарях:
δοίδυξ — δοῑδυξ ( υκος), ο (Α) γουδοχέρι, αλετρίβανος. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη τής καθημερινής γλώσσας με εκφραστικό αναδιπλασιασμό τής οποίας η ετυμολ. είναι άγνωστη] … Dictionary of Greek
δοῖδυξ — pestle masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοίδυκ' — δοί̱δυκα , δοῖδυξ pestle masc acc sg δοί̱δυκι , δοῖδυξ pestle masc dat sg δοί̱δυκε , δοῖδυξ pestle masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοιδυκοποιός — δοιδυκοποιός, ο (Α) αυτός που κατασκευάζει γουδοχέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοίδυξ ( κος) «γουδοχέρι» + ποιός < ποιώ] … Dictionary of Greek
δοιδυκοφόβα — δοιδυκοφόβα, η (Α) (κωμ. λ. για την ποδάγρα) αυτή που φοβάται τον κρότο τού δοίδυκος, την ευκινησία τών ποδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοίδυξ ( κος) «γουδοχέρι» + φοβούμαι] … Dictionary of Greek
θυέστης — Μυθολογικό πρόσωπο. Αναφέρεται ότι ήταν γιος του Πέλοπα και της Ιπποδάμειας, αδελφός του Ατρέα, από τον οποίο κληρονόμησε το βασιλικό σκήπτρο των Μυκηνών και το κληροδότησε στον Αγαμέμνονα. Ο Ατρέας και ο Θ. σκότωσαν, με τη συνενοχή της μητέρας… … Dictionary of Greek
δοιδύκοιν — δοῑδύκοιν , δοῖδυξ pestle masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοιδύκων — δοῑδύκων , δοῖδυξ pestle masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοίδυκα — δοί̱δυκα , δοῖδυξ pestle masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοίδυκας — δοί̱δυκας , δοῖδυξ pestle masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοίδυκε — δοί̱δυκε , δοῖδυξ pestle masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)