-
1 καινοπημων
2, gen. ονος впервые переживающий страдания, испытывающий небывалое горе(δμωϊδες Aesch.)
См. также в других словарях:
δμωίδες — δμωίς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καινοπήμων — καινοπήμων, ό, ἡ (Α) αυτός που έπαθε κάτι νέο ή που δυστύχησε πρόσφατα («δμωΐδες δὲ καινοπήμονες», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + πήμων (< πῆμα, «δυστυχία, συμφορά»), πρβλ. αδικο πήμων, βαρυ πήμων] … Dictionary of Greek