-
41 μυριοπλασιος
-
42 οκταπλασιος
-
43 πενταπλασιος
-
44 πολλαπλασιος
ион. πολλαπλήσιος 3многократный, во много или несколько раз большийπολλαπλήσια ἀντιδώσειν Her. — вернуть сторицей;
πολλαπλάσιον πρὸς πολλοστημόριον Arst. — отношение того, что в несколько раз больше, к тому, что в несколько раз меньше (т.е. произведения к своему сомножителю);ὄντες πολλαπλάσιοι τῶν ἐναντίων Thuc. — (численно) в несколько раз превосходящие противников;ἐν τῇ πολλαπλασίᾳ ἀναλογίᾳ Arst. — в многократном отношении, т.е. в геометрической прогрессии -
45 ποσαπλασιος
3(λᾰ) во сколько раз большийἀλλὰ π. ; - Τετραπλάσιος Plat. — во сколько же раз больше (данный четырехугольник)? - Вчетверо
-
46 τετραπλασιος
-
47 τοσαυταπλασιος
-
48 τριπλασιος
3(ᾰ) утроенный, тройнойτ. τινος Arph., Plat. — втрое больше кого(чего)-л.;
τριπλασίαν δύναμιν ἔχειν Xen. — иметь втрое больше войска -
49 δεκαπλάσιος
A tenfold, Hp.VM16 ;δ. τὸ ἔκτεισμα τοῦ ἀδικήματος ἐκτίνειν Pl.R. 615b
: c. gen., ten times greater than, Plb.21.22.15; τὴν δεκαπλασίαν (sc. τιμήν) καταδικάζειν mulct in ten times the amount, Lexap.D.24.105 (dub.); δ. ὑφῃρῆσθαι rob the state of a tenfold penalty, D.24.82. Adv. [suff] δεκᾰ-ως Hp.VM6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεκαπλάσιος
-
50 δωδεκαπλάσιος
δωδεκα-πλάσιος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δωδεκαπλάσιος
-
51 εἰκοσαπλάσιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰκοσαπλάσιος
-
52 μυριοπλάσιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μυριοπλάσιος
-
53 πεντεκαιδεκαπλάσιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πεντεκαιδεκαπλάσιος
-
54 ποσαπλάσιος
2 c.gen., what multiple of..? ib. 84e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποσαπλάσιος
-
55 τετραπλασιαῖος
A = τετραπλάσιος, Gal. (2.710, where - πλάσιος ) as cited by Orib.24.1.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τετραπλασιαῖος
-
56 τοσαυταπλάσιος
A so many fold, so many times or so much more, corresponding to relat. ὁσαπλάσιος, Id.Pr. 917b23, 929b14; the same multiple as, Euc.5.1, Archim.Sph.Cyl.1.2, etc.:—also [suff] τοσαυτα-πλᾰσίων, ον, gen. ονος, Id.Aequil. 1.6, al., Theo Sm. P.76H.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τοσαυταπλάσιος
-
57 τριακονταπλάσιος
A thirty-fold, Archim.Aren.1.9, Gal.5.47, Procl.Hyp.3.61; also [suff] τρῐᾱκοντᾰ-πλᾰσίων, ον, gen. ονος, Archim.Aren.2.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριακονταπλάσιος
-
58 χιλιοπλάσιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χιλιοπλάσιος
-
59 ἐνενηκονταπλάσιος
A ninety times as large, c. gen., Gem.6.38.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνενηκονταπλάσιος
-
60 ἐννεακαιδεκαπλάσιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐννεακαιδεκαπλάσιος
См. также в других словарях:
-πλάσιος — ΝΜΑ κατάλ. αναλογικών αριθμητικών επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που προέρχεται από β συνθετικό * πλατος + κατάλ. ιος με συριστικοποίηση τού τ (πρβλ. δημόσιος < *δημότιος < δημότης). Ο αμάρτυρος τ. * πλατος ανάγεται στη… … Dictionary of Greek
πλάσιος — ον, Α (αιολ. τ.) βλ. πλησίος … Dictionary of Greek
πλάσιος — πλάσις moulding fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποσαπλάσιος — α, ο / ποσαπλάσιος, ία, ον, ΝΜΑ πόσο μεγαλύτερος, πόσο περισσότερος («ἀλλὰ ποσαπλάσιον, τετραπλάσιον», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πόσος + πλάσιος*, κατά το πολλαπλάσιος και τα ανάλογ. αριθμητικά σε πλάσιος (πρβλ. πεντα πλάσιος, εκατοντα πλάσιος)] … Dictionary of Greek
εξηκονταπλάσιος — α, ο εξήντα φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξήκοντα + πλάσιος πρβλ. εννεα πλάσιος, πολλα πλάσιος] … Dictionary of Greek
ισοπλασιάζω — ἰσοπλασιάζω (Μ) πολλαπλασιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(o) * + πλασιάζω (< πλάσιος, πρβλ. δι πλάσιος, τρι πλάσιος] … Dictionary of Greek
ισοπολλαπλάσιος — α, ο μαθ. (για αριθμούς) αυτός που προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό δύο ή περισσότερων αριθμών επί τον ίδιο παράγοντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + πολλα πλάσιος (< πολλά [βλ. λ. πολύς] + πλάσιος [βλ. λ. διπλάσιος])] … Dictionary of Greek
μυριοπλάσιος — μυριοπλάσιος, ον (ΑΜ) απειροπλάσιος, πολλαπλάσιος («μυριοπλάσια γὰρ ἂν κακὰ ποιήσειεν ἄνθρωπος κακὸς θηρίου», Αριστοτ.). επίρρ... μυριοπλασίως (ΑΜ, Μ και μυριοπλάσια) πάρα πολλές, άπειρες φορές περισσότερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρίος + κατάλ. πλάσιος… … Dictionary of Greek
πολυπλάσιος — ία, ον, ΜΑ πολλαπλάσιος, πολύ περισσότερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πλάσιος* (πρβλ. πολλα πλάσιος)] … Dictionary of Greek
-πλός, -ή, -ό — πλός, ή, όν, και πλούς, πλή, πλούν / πλοῡς, πλῆ, πλοῡν, ΝΜΑ, και πλόος, η, ον, Α κατάλ. πολλαπλασιαστικών αριθμητικών επιθ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που προέρχεται από β συνθετικό πλόος/ πλοῡς/ πλός, το οποίο ανάγεται στη μηδενισμένη… … Dictionary of Greek
δεκαπλάσιος — α, ο (AM δεκαπλάσιος, α, ον) δέκα φορές μεγαλύτερος ως προς την ποσότητα ή το μέγεθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + πλάσιος* (πρβλ. διπλάσιος, τριπλάσιος)] … Dictionary of Greek