-
1 τριᾱκοντα-πλάσιος
τριᾱκοντα-πλάσιος, = Folgdm.
-
2 τριακονταπλάσιος
A thirty-fold, Archim.Aren.1.9, Gal.5.47, Procl.Hyp.3.61; also [suff] τρῐᾱκοντᾰ-πλᾰσίων, ον, gen. ονος, Archim.Aren.2.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριακονταπλάσιος
-
3 τριᾱκονταπλασίων
τριᾱκοντα-πλασίων, ον, u. τριᾱκοντα-πλάσιος, dreißigfach, dreißigmal so viel
См. также в других словарях:
τριακονταπλάσιος — α, ο / τριακονταπλάσιος ία, ον, ΝΑ ο τριάντα φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα + πλάσιος*] … Dictionary of Greek