-
1 οπτηρ
- ῆρος ὅ1) разведчик, соглядатай Hom., Aesch., Soph.2) наблюдатель, свидетель(ὀπτῆρες καὴ φραστῆρες Xen.)
-
2 οπωπητηρ
-
3 διοπτηρ
- ῆρος ὅ1) соглядатай, разведчик(στρατοῦ τινος Hom.)
2) (в Риме, лат. optio) помощник центуриона Plut. -
4 εποπτηρ
- ῆρος ὅ (на что-л.) взирающийἐ. λιτῶν Aesch. — внемлющий молитвам;
φρυκτωριῶν ἐποπτῆρες Arst. — дозорные, караульные -
5 κατοπτηρ
- ῆρος ὅ разведчик, соглядатайκατοπτῆρας στρατοῦ πέμπειν Aesch., — высылать разведчиков для наблюдения за (неприятельским) войском
См. также в других словарях:
ὀπτήρ — one who looks masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπτῆρα — ὀπτήρ one who looks masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπτῆρας — ὀπτήρ one who looks masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπτῆρες — ὀπτήρ one who looks masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπτῆρος — ὀπτήρ one who looks masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπτῆρσι — ὀπτήρ one who looks masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπτήρων — ὀπτήρ one who looks masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοπτήρ — κατοπτήρ, ῆρος, ὁ (Α) 1. κατάσκοπος, ανιχνευτής («σκοποὺς δὲ κἀγὼ καὶ κατοπτῆρας στρατοῡ ἔπεμψα», Αισχύλ.) 2. το χειρουργικό εργαλείο εδροδιαστολέας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οπτήρ (< ὀπτήρ < θ. οπ τού ὄπωπα «βλέπω»), πρβλ. δι οπτήρ, επ… … Dictionary of Greek
πανοπτήρ — ῆρος, ό, Μ πανόπτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὀπτήρ (< θ. ὀπ τού ὄπωπα*), πρβλ. κατ οπτήρ] … Dictionary of Greek
horópter — (Del gr. horos, límite + opter, el que mira.) ► sustantivo masculino ÓPTICA Línea recta que pasa por la intersección de los dos ejes ópticos, paralelamente a la que une los centros de los dos ojos del observador. TAMBIÉN horóptero * * * horópter… … Enciclopedia Universal
διοπτήρ — ο (AM διοπτήρ Μ και θηλ. διόπτειρα, η) νεοελλ. 1. όργανο για διόπτευση 2. (τοπογρ.) σκοπευτική συσκευή γεωδαιτικών οργάνων για τη μέτρηση αποστάσεων και γωνιών μσν. θηλ. η διόπτειρα η οικονόμος αρχ. μσν. κατάσκοπος αρχ. 1. ανιχνευτής, παρατηρητής … Dictionary of Greek