-
1 διοπτηρ
- ῆρος ὅ1) соглядатай, разведчик(στρατοῦ τινος Hom.)
2) (в Риме, лат. optio) помощник центуриона Plut. -
2 διοπτήρ
(-ήρος) ο мор. диоптр -
3 διοπτης
См. также в других словарях:
διοπτήρ — spy masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διοπτήρ — ο (AM διοπτήρ Μ και θηλ. διόπτειρα, η) νεοελλ. 1. όργανο για διόπτευση 2. (τοπογρ.) σκοπευτική συσκευή γεωδαιτικών οργάνων για τη μέτρηση αποστάσεων και γωνιών μσν. θηλ. η διόπτειρα η οικονόμος αρχ. μσν. κατάσκοπος αρχ. 1. ανιχνευτής, παρατηρητής … Dictionary of Greek
διοπτῆρα — διοπτήρ spy masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διοπτῆρας — διοπτήρ spy masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διοπτῆρες — διοπτήρ spy masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διοπτήρων — διοπτήρ spy masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διόπτειρα — η (Μ) βλ. διοπτήρ … Dictionary of Greek