-
1 εκβολη
ἥ1) выбрасывание2) изгнание(ἐκ τῆς πόλεως Plat., Polyb.; τῶν τυράννων Arst.)
3) опровержение(τῆς δόξης Plat.)
4) произрастаниеπερὴ σίτου ἐκβολήν Thuc. — в то время, когда колосится хлеб;
ἐ. ὀδόντων Arst. — появление зубов5) проливание6) вывих(ἐκβολαὴ τῶν ἄρθρων Plut.)
7) отклонение, отступление(ἐκβολέν τοῦ λόγου ποιεῖσθαι Thuc.; ἐκβολαὴ καὴ παρατροπαὴ τῆς ἱστορίας Plut.)
8) выход, устье(τοῦ ποταμοῦ Her., Thuc., Arst., Plut.)
ἐκβολέν ποιεῖσθαι εἰς πέλαγος Plut. — впадать в море9) проход, ущелье(ἐ. τοῦ Κιθαιρῶνος Her.)
10) (нечто) выброшенноеδικέλλης ἐ. Soph. — выкопанная земля;
ἐκβολαὴ νεώς Eur. — выброшенные на берег обломки корабля -
2 εκβολή
η1) вынимание; извлечение; вытаскивание; вырывание;εκβολή άρθρου — вывих;
εκβολή των ριζών — выкорчёвывание;
2) изгнание; удаление; вывод (откуда-л.);3) отстранение, свержение; 4) выбрасывание; 5) преждевременные роды;εκβολή εμβρύου — выкидыш;
6) испускание (крика);7) впадение (о реке); πλ. устье; 8) мор. выбрасывание, выкидывание за борт (груза) -
3 ἐκβολή
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἐκβολή
-
4 εκβολή
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > εκβολή
-
5 ἐκβολή
выбрасывание.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἐκβολή
-
6 ἐκβολή
-
7 διεκβολη
-
8 ποταμός
ο река;τό στόμιο ( — или η εκβολή) τού ποταμού — устье реки;
§ 8νω ποταμών — а) ни в какие ворота не лезет; — полный абсурд; — б) всё шиворот-навыворот, полная неразбериха
-
9 1546
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1546
См. также в других словарях:
ἐκβολή — throwing out fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκβολή — η (AM ἐκβολή) 1. το να εκβάλλεται κάτι, να βγαίνει από τη θέση του, εξαγωγή, βγάλσιμο («εκβολή ριζών») 2. το μέρος όπου ο ποταμός χύνεται στη θάλασσα νεοελλ. (ως ναυτικός όρος) είδος αβαρίας αρχ. μσν. 1. εκδίωξη, εξορία 2. φρ. «ἐκβολὴ ἄρθρου»… … Dictionary of Greek
εκβολή — η 1. βίαιη εξαγωγή, απόσπαση, εκδίωξη: Εκβολή εμβρύου (άμβλωση). 2. (για ποταμό), ιδίως στον πληθ., οι εκβολές το στόμιο, το σημείο όπου ο ποταμός χύνεται στη θάλασσα. 3. (ναυτ.), είδος αβαρίας, η χύση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐκβολῇ — ἐκβολῆι , ἐκβολεύς inspector of dykes masc dat sg (epic ionic) ἐκβολή throwing out fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκβολῆ — ἐκβολεύς inspector of dykes masc nom/voc/acc dual ἐκβολεύς inspector of dykes masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοίλανση ή εκβολή — Μέθοδος μηχανικής επεξεργασίας, η οποία εκμεταλλεύεται την ιδιότητα ελατότητας ορισμένων μετάλλων και συνθετικών υλών, για να τα μεταβάλει από κομμάτια ή πλάκες, σε κοίλα σώματα, με διατομή μικρότερη από τη διατομή του αρχικού τεμαχίου και με… … Dictionary of Greek
ἐκβολαῖς — ἐκβολή throwing out fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκβολαῖσι — ἐκβολή throwing out fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκβολαῖσιν — ἐκβολή throwing out fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκβολαί — ἐκβολή throwing out fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκβολῇσιν — ἐκβολή throwing out fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)