Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

διεκβολή

См. также в других словарях:

  • διεκβολῇ — διεκβολή mountain pass fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεκβολή — mountain pass fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεκβολή — η (AM διεκβολή) [διεκβάλλω] νεοελλ. πέρασμα, δίοδος αρχ. 1. διάβαση μέσα από μια περιοχή 2. διάβαση μέσα από βουνά ή στενωπούς 3. στόμιο, εκβολή 4. έξοδος πόλης 5. τραπεζική απόδειξη πληρωμής 6. πηγή ποταμού 7. μτφ. αρχή, πηγή 8. παραπόταμος 9.… …   Dictionary of Greek

  • διεκβολαῖς — διεκβολή mountain pass fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεκβολαί — διεκβολή mountain pass fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεκβολῆς — διεκβολή mountain pass fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεκβολήν — διεκβολή mountain pass fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεκβολῶν — διεκβολή mountain pass fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ԵԼԱՄՈՒՏ — (մուտք.) NBH 1 0649 Chronological Sequence: Early classical գ. διεκβολή trajectus, exitus Տեղի՝ ընդ որ լինի ել եւ մուտք. ելք ի դուրս. *Ելամուտ (կամ ելամուտք) քաղաքին՝ ընդ կողմ հիւսիսոյ. Եզեկ. ՟Խ՟Ը. 30 …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • διεκβολάς — διεκβολά̱ς , διεκβολή mountain pass fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»