-
1 διεκβολη
См. также в других словарях:
διεκβολῇ — διεκβολή mountain pass fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεκβολή — mountain pass fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεκβολή — η (AM διεκβολή) [διεκβάλλω] νεοελλ. πέρασμα, δίοδος αρχ. 1. διάβαση μέσα από μια περιοχή 2. διάβαση μέσα από βουνά ή στενωπούς 3. στόμιο, εκβολή 4. έξοδος πόλης 5. τραπεζική απόδειξη πληρωμής 6. πηγή ποταμού 7. μτφ. αρχή, πηγή 8. παραπόταμος 9.… … Dictionary of Greek
διεκβολαῖς — διεκβολή mountain pass fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεκβολαί — διεκβολή mountain pass fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεκβολῆς — διεκβολή mountain pass fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεκβολήν — διεκβολή mountain pass fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεκβολῶν — διεκβολή mountain pass fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԵԼԱՄՈՒՏ — (մուտք.) NBH 1 0649 Chronological Sequence: Early classical գ. διεκβολή trajectus, exitus Տեղի՝ ընդ որ լինի ել եւ մուտք. ելք ի դուրս. *Ելամուտ (կամ ելամուտք) քաղաքին՝ ընդ կողմ հիւսիսոյ. Եզեկ. ՟Խ՟Ը. 30 … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
διεκβολάς — διεκβολά̱ς , διεκβολή mountain pass fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)