-
21 άγγελος
ο, άγγελισσα и άγγελίνα η1) вестни|к, -ца, гонец; 2) ангел;§ βλέπω τον άγγελό μου — а) быть при смерти; — б) испугаться до смерти;
του αγγέλου του νερό δεν δίνει ≈ он нαγγελόψυχος, η, ο с ангельской душой; очень добрый, милосердный -
22 ἄγγελος
ангел, посланник, вестник, гонец, соглядатай; LXX: (מַלְאָךְ).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἄγγελος
-
23 ἄγγελος
-
24 άγγελος
[ангелос] ουσ. а. ангел,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > άγγελος
-
25 ἄγγελος
-ου + ὁ N 2 42-150-43-51-64=350 Gn 16,7.8.9.10.11*JgsB 5,16 ἀγγέλων angels-עירין (Aram.) watchers for MT עדרים flocks, or ἀγγέλων corr. ἀγελῶν flocks;*2 Kgs 7,17 τὸν ἄγγελον the messen-ger-המלאך for MT המלך the king; *Jb 36,14 ὑπὸ ἀγγέλων by messngers-יםשׁקדו/ב by holy beings, by heavenly beings for MT יםשׁקד/ב by male prostitutes?Cf. HARL 1986a, 53-54; HORSLEY 1989, 72-73; LE BOULLUEC 1989 103 (Ex 4,24); WALTERS 1973 225.279 (Jgs 5,16); WEVERS 1990 54..369. 540; →NIDNTT; TWNT -
26 άγγελος
[ангелос] ουσ α ангел. -
27 άγγελος
ангелГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > άγγελος
-
28 άγγελος
1) ange2) angle -
29 άγγελος
anioł (m) rzecz. -
30 άγγελος
anděl -
31 άγγελος
angelΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > άγγελος
-
32 παλιν-άγγελος
παλιν-άγγελος, hin und wieder, von beiden Seiten Botschaft bringend, VLL. erkl. ὀπίσω ἐπανελϑὼν ἄγγελος.
-
33 μετ-άγγελος
μετ-άγγελος, ὁ u. ἡ, Zwischenbote, -botinn, Botschaft von Einem zum Andern tragend; Iris, μετάγγελος ἦλϑ' ἀνέμοισι, Il. 23, 199, wie 15, 144 ϑεοῖσι μετάγγελος ἀϑανάτοισιν, Wolf μετ' ἄγγελος, unter den Göttern. Auch in der ersten Stelle verbanden mehre Alte μετά mit ἦλϑε, Aristarch. zog aber an beiden Stellen μετάγγελος vor.
-
34 πρωτ-άγγελος
πρωτ-άγγελος, zuerst meldend, Epigr. mens. Aegypt. (IX, 383).
-
35 προ-άγγελος
προ-άγγελος, vorherverkündigend; Mus. 164; Coluth. 60; auch Plut. de san. tu. p. 384.
-
36 συν-άγγελος
συν-άγγελος, ὁ, der mit od. zugleich verkündigt, Mitbote, Her. 7, 230.
-
37 ψευδ-άγγελος
ψευδ-άγγελος, falsche, lügenhafte Botschaft, Nachricht bringend, Lügenbote; Il. 15, 159; Arist. poet. 16.
-
38 κατ-άγγελος
κατ-άγγελος, ὁ, Ankündiger, Bote, Sp. Bei Diosc. eine Pflanze.
-
39 κακ-άγγελος
κακ-άγγελος, Schlimmes meldend, Unglücksbote; εὔφημον ἦμαρ οὐ πρέπει κακαγγέλῳ γλώσσῃ μιαίνειν Aesch. Ag. 622; Sp.
-
40 εὐ-άγγελος
εὐ-άγγελος, gute Botschaft bringend, Fröhliches verkündigend, Aesch. Ag. oft, z. B. πῠρ, ἐλπίδες, 21. 253; φήμη, Eur. Phoen. 1223; δόξα, Med. 1010; sp. D., wie Opp. H. 5, 237.
См. также в других словарях:
ἅγγελος — ἄγγελος , ἄγγελος messenger masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄγγελος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄγγελος — messenger masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγγελος — I Τη λέξη αυτή χρησιμοποίησαν οι Εβδομήκοντα, οι μεταφραστές της Παλαιάς Διαθήκης, για vα αποδώσουν την εβραϊκή λέξη μαλ ακ που σημαίνει αγγελιαφόρος, υπηρέτης. Σύμφωνα με την Αγία Γραφή, οι α. είναι «αι στρατιαί», η αυλή του Θεού, όντα… … Dictionary of Greek
άγγελος — ο (θηλ. ισσα και ίνα) 1. αυτός που φέρνει μια είδηση, μαντατοφόρος: Χάρηκαν όλοι, γιατί ήταν άγγελος καλών ειδήσεων. 2. πνευματικό δημιουργημένο από το Θεό για να εκτελεί τις εντολές του. 3. άνθρωπος προικισμένος με εξαιρετικά προτερήματα: Είναι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Άγγελος Σιλέσιος — (Αngelus Silesius). Ψευδώνυμο του Γερμανού γιατρού, θεολόγου και ποιητή Γιόχαν Σέφλερ (Johann Scheffler, 1624 – 1677). Αρχικά o Α.Σ. ήταν προτεστάντης, μεταπήδησε όμως το 1652 στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Το 1674 κυκλοφόρησε η μεγάλη συλλογή… … Dictionary of Greek
Άγγελος, Γρηγόριος — (14ος; αι.).Βυζαντινός θεολόγος. Με το έργο του στηλίτευσε τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και αποσαφήνισε διάφορους όρους του ορθόδοξου δόγματος. Έγραψε επίσης εναντίον της χρήσης των αζύμων από τους Δυτικούς. Τα έργα του παραμένουν ανέκδοτα. Τρία… … Dictionary of Greek
Άγγελος, Κωνσταντίνος — Ονοματεπώνυμο δύο βυζαντινών αξιωματούχων. 1. Αρχηγός του βυζαντινού στόλου στα χρόνια του αυτοκράτορα Μανουήλ Α’ του Κομνηνού (1143 1180). Καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια της Φιλαδέλφειας (Μ. Ασίας) και νυμφεύτηκε την κόρη του Αλεξίου Α’ … Dictionary of Greek
Άγγελος, Μάρκος — (14ος αι.).Βυζαντινός ποιητής. Έγραψε ποιήματα που αναφέρονται στον έρωτα … Dictionary of Greek
Άγγελος, Χριστόφορος — (Γαστούνη Ηλείας 1575 – Οξφόρδη 1638).Λόγιος και συγγραφέας. Έγινε μοναχός και το 1606 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Κατηγορήθηκε στον Τούρκο διοικητή για κατασκοπεία και φυλακίστηκε. Το 1608 δραπέτευσε από τη φυλακή και πήγε στην Αγγλία, όπου… … Dictionary of Greek
Βλάχος, Άγγελος — I (Αθήνα 1838 – 1920). Λογογράφος, πολιτικός και διπλωμάτης. Πήρε το δίπλωμα της νομικής στην Αθήνα (1859) και συνέχισε τις σπουδές του στη Γερμανία (1861 63). Κατά καιρούς κατέλαβε διάφορες ανώτερες θέσεις στον κρατικό μηχανισμό, υπηρέτησε ως… … Dictionary of Greek