-
1 διώκουν
διοικέωkeep house: imperf ind act 3rd pl (attic epic doric)διοικέωkeep house: imperf ind act 1st sg (attic epic doric) -
2 διῴκουν
διοικέωkeep house: imperf ind act 3rd pl (attic epic doric)διοικέωkeep house: imperf ind act 1st sg (attic epic doric) -
3 διοικέω
Aδιῴκουν Th.8.21
, etc.: [tense] fut. : [tense] aor.διῴκησα Isoc.1.35
, etc.: [tense] pf. , D.24.202:—[voice] Med., [tense] fut.- ήσομαι Id.8.13
(also in pass. sense, Hdn.8.7.6): [tense] aor.διῳκησάμην D.18.247
: [tense] pf. (in med. sense) διῴκημαι (v. infr.):—[voice] Pass., [tense] aor.διῳκήθην Luc.Nec.19
: [tense] pf.διῴκημαι Arist.Ath.25.2
, dub. l. in Antiph.191.18, D.22.74: [tense] plpf. διῴκητο ([etym.] προ-) Id.23.14; but with both augm. and redupl., [tense] pf.δεδιῴκημαι Antiph.155
, Machoap.Ath.8.341c, Phld.Rh.2.266S.:—keep house: hence, generally, control, manage, administer,τὴν πόλιν Th.8.21
, etc.;τὰ τῆς πόλεως Ar.Ec. 305
;τάς τε οἰκίας καὶ τὰς πόλεις Pl.Men. 91a
;τὸν κόσμον Id.Phdr. 246c
;τὸν οὐρανόν Id.Lg. 896e
; τὰ ἀνθρώπινα ib. 713c;τὸν ἑαυτοῦ βίον Isoc.1.10
;τὴν οὐσίαν D.27.50
, etc.;τὰ κοινά Id.1.22
; ;τὰ μέγιστα ὁ λογισμὸς διῴκηκε Epicur.Sent.16
; δ. πάντα ἀκριβῶς, of a housekeeper, Lys. 1.7;πολέμους Din.1.69
; of a financier, δ. τὰ πρὸς τὴν πόλιν, ἐπὶ τῇ τραπέζῃ, D.27.60, 45.33;πεντεκαίδεκα τάλαντα, ἃ Καλλισθένης διῴκησεν Id.20.33
; administer as deputy,τὴν λογιστείαν Stud.Pal.8.1010.1
(iii/iv A. D.):—[voice] Pass., to be ordered, managed, etc.,τύχῃ δ. Hp.VM1
, Aeschin.1.4;ἅπας ὁ βίος φύσει καὶ νόμοις δ. D.25.15
:—[voice] Med., manage after one's own will and pleasure,τὰ πράγματα διοικήσασθαι Id.4.12
: [tense] pf. [voice] Pass. (in med. sense),ἵν' ἃ βουλόμεθα ὦμεν διῳκημένοι Id.18.178
; διοικούμενος οὕτως ἀδίκους πλεονεξίας managing to make such iniquitous profits, Id.44.38, cf. 40; διοικεῖσθαι πρὸς ἀλλήλους act collusively with.., Id.58.20, cf. 19. b. abs., exercise authority, govern,τυραννικώτερον Arist.Pol. 1313a2
, cf. 1298b12.2 provide, furnish,ἀπορῶ τἆλλα ὁπόθεν διοικῶ D.27.66
, cf. Decr. ap. eund.24.27 ([voice] Pass.); δ. τὴν ἀδελφήν provide for, settle her, D.24.202:—[voice] Pass., to be nourished or supported,ὑπό τινος Str.14.2.24
;γάλακτι Ath.2.46e
(dub. l.).5 Rhet., [voice] Med., distribute, arrange in a discourse, D.H.Rh.9.4.II inhabit distinct places, Pl.Ti. 19e:—[voice] Med., live apart,κατὰ κώμας X.HG5.2.5
(s. v. l.; διοικ<ι> οῖντο Cobet).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διοικέω
См. также в других словарях:
διῴκουν — διοικέω keep house imperf ind act 3rd pl (attic epic doric) διοικέω keep house imperf ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διώκω — και διώχνω και διώχτω (AM διώκω) 1. (για κυνήγι, πόλεμο κ.λπ.) καταδιώκω, κυνηγώ με σκοπό να συλλάβω κάποιον 2. διατυπώνω επίσημα καταγγελία εναντίον κάποιου και κινώ τη διαδικασία να προσαχθεί σε δίκη 3. αποδιώχνω, εκτοπίζω 4. φρ. «ήρθαν τ άγρια … Dictionary of Greek
δουλεία — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο δούλος, δηλαδή ένα πρόσωπο που έχει στερηθεί την ελευθερία του, ο οποίος θεωρείται, από voμική άποψη, ως ατομική ιδιοκτησία και συνεπώς εξαρτάται από τη θέληση και την αυθαιρεσία του κυρίου του. Ιστορικά η δ.… … Dictionary of Greek