-
1 διάστημα
A interval, freq. in Music, Archyt.2, Pl.R. 531a, Aristox.Harm.p.4 M., al., Arist.Pr. 922b6, Damox.2.57; of Time,δ. τετραετές Plb.9.1.1
: generally,ἐκ μεγάλων δ. κινεῖσθαι Democr.191
;δ. μεταξὺ κόσμων Epicur.Ep.2p.37U.
; distance, Phld. D.3.8,9.b Geom., radius,κέντρῳ τῷ Α, διαστήματι τῷ ΑΒ, γεγράφθω κύκλος Euc.1.1
, cf. Ph.Bel.52.14; of a sphere, Autol. 6.c aperture,ἀγγεῖον ἔχον δ. μέγα Arist.GA 787b4
;ἐκ πολλοῦ δ. Id.Aud. 800a36
; τὰ δ. τῆς χειρὸς τῶν δακτύλων the spaces between the fingers, Aen.Tact.31.35.2 Medic., diastasis, of bones, Hp.Off.23 (pl.), cf. Gal.18(2).887.3 difference,τῶν ἡδονῶν μεγάλα τὰ δ. Nicom.Com.1.22
.6 extension, dimension,χρόνος κινήσεως δ. Zeno Stoic.1.26
, cf. Chrysipp.ib.2.164, Dam.Pr. 389; of Space, Arist.Ph. 209a4, Plot.6.4.2; ὧν πρότερον διάστημα ἐνειστήκει whose extension (i.e. surface) it (the εἴδωλον) formerly occupied, Epicur. Nat.2.3.II distinction of style, Longin.40.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διάστημα
-
2 διάστημα
διάστημα, ατος, τό (Pla. et al.; pap, LXX; GrBar 2:4; EpArist, Philo, Joseph.; Ar. 4:2; Ath., R. 68, 5.—D in Ac 5:7 spells it διάστεμα [B-D-F §109, 3 app.]) a space of time between events, interval ἐγένετο ὡς ὡρῶν τριῶν δ. after an interval of about three hours Ac 5:7 (cp. Aristot., Aud. 800b, 5; Polyb. 9, 1, 1 τετραετὲς δ.; Philo; PParis 1, 381; PGiss 40 II, 15 μετὰ τὸ πληρωθῆναι τὸ τοῦ χρόνου διάστημα); δ. ποιεῖν (Gen 32:17) leave an interval B 9:8.—DELG s.v. ἵστημι. M-M. Sv. -
3 διαστημα
- ατος τό1) расстояние, промежуток(συμπληροῦσθαι τὰ διαστήματα Plat.; τὸ τῶν ἄστρων δ. πρὸς τέν γῆν Arst.; τὸ μεταξὺ τῶν ἠπείρων δ. Plut.)
2) протяжение, длина(τῶν γραμμῶν Arst.)
3) объем(ἀγγεῖον ἔχει δ. μέγα Arst.)
4) мат. измерение(ὅ τόπος ἔχει διαστήματα τρία Arst.)
5) промежуток времени(τετραετές Polyb.)
δ. ἥ πληγέ οὐκ ἔχουσα Plut. — непрерывно следующие друг за другом удары6) длительность(πᾶν ἀνθρωπίνου βίου δ. Plut.)
7) муз. интервал(τῆς φωνῆς Plat.; τονιαῖον Arst.)
8) лог. связь между субъектом и предикатом, т.е. посылка(δ. κατηγορικόν Arst.)
-
4 διάστημα
διάστημαinterval: neut nom /voc /acc sg -
5 διάστημα
τό1) промежуток, период (времени);χρονικό διάστημα — срок, промежуток времени;
διάστημα ενός χρόνου — годичный срок;
σε διάστημα... — или κατά το διάστημα... — или εν διαστήματι... — в течение, в продолжение...;
σε σύντομο διάστημα — за короткий срок;
κατά διάστήματα — время от времени;
2) интервал, промежуток, пространство; расстояние;3) космос, космическое пространство;πτήση στο διάστημα — космический полёт;
η εξερεύνηση τού διάστήματος — изучение, освоение космоса;
4) муз. интервал;5) полигр, шпация;βάλλω διάστήματα — отбивать шпациями
-
6 διάστημα
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > διάστημα
-
7 διάστημα
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > διάστημα
-
8 διάστημα
промежуток, интервал, длительность.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > διάστημα
-
9 διάστημα
-
10 διάστημα
[дьястима] ουσ ο расстояние, интерваз, промежуток времени. -
11 διάστημα
-
12 διάστημα
1) interval2) period3) space4) spellΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > διάστημα
-
13 διάστημ'
διάστημα, διάστημαinterval: neut nom /voc /acc sg -
14 διαστημάτεσσι
διάστημαinterval: neut dat pl (epic aeolic) -
15 διαστημάτων
διάστημαinterval: neut gen pl -
16 διαστήμασι
διάστημαinterval: neut dat pl -
17 διαστήμασιν
διάστημαinterval: neut dat pl -
18 διαστήματα
διάστημαinterval: neut nom /voc /acc pl -
19 διαστήματε
διάστημαinterval: neut nom /voc /acc dual -
20 διαστήματι
διάστημαinterval: neut dat sg
См. также в других словарях:
διάστημα — interval neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάστημα — Ο ενδιάμεσος χώρος ή χρόνος· χρονική ή τοπική απόσταση. Ο όρος αναφέρεται, επίσης, στον αχανή χώρο που εκτείνεται πέρα από την ατμόσφαιρα της Γης, στον οποίο κινούνται τα ουράνια σώματα. (Για περισσότερα στοιχεία σχετικά με τις ανθρώπινες… … Dictionary of Greek
διάστημα — το 1. απόσταση ανάμεσα σε δύο σημεία του τόπου: Έχασα το πορτοφόλι μου στο διάστημα από το σπίτι στο σχολείο. 2. απόσταση χρονική: Δεν εργάστηκε για μεγάλο διάστημα. 3. ο αχανής χώρος πέρα από την ατμόσφαιρα της γης: Γίνονται πια πολλά ταξίδια… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Συνθήκη για το Εξώτερο Διάστημα — Ο πλήρης τίτλος της είναι Συνθήκη για τις Αρχές που διέπουν τις Δραστηριότητες Κρατών στην Εξερεύνηση και Χρήση του Εξώτερου Διαστήματος, της Σελήνης και Άλλων Ουρανίων Σωμάτων. Πρόκειται για διεθνή συνθήκη που εγκρίθηκε από την 21η σύνοδο της… … Dictionary of Greek
διάστημ' — διάστημα , διάστημα interval neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσοπαγετώδεις εποχές — Διάστημα γεωλογικού χρόνου, το οποίο παρεμβάλλεται ανάμεσα σε δύο παγετωνικές περιόδους. Στη διάρκειά τους παρατηρείται αύξηση της μέσης θερμοκρασίας της επιφάνειας της Γης, τήξη των πάγων και άνοδος της στάθμης της θάλασσας, η οποία συνεπάγεται… … Dictionary of Greek
διαστημάτεσσι — διάστημα interval neut dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστημάτων — διάστημα interval neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστήμασι — διάστημα interval neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστήμασιν — διάστημα interval neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστήματα — διάστημα interval neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)