-
1 διοθεν
-
2 βλαπτω
(fut. βλάψω, pf. βέβλᾰφα; pass.: fut. βλᾰβήσομαι, aor. 1 ἐβλάφθην, aor. 2 ἐβλάβην, pf. βέβλαμμαι)1) задерживать, мешать(ἵππους Hom.)
βλάβεν ἅρματα καὴ ἵππω Hom. — колесница и кони отстали;Διόθεν βλαφθέντα βέλεμνα Hom. — задержанные Зевсом снаряды;β. τινὰ κελεύθου Hom. — преграждать кому-л. путь;ὄζῳ ἔνι βλαφθῆναι Hom. — зацепиться за сук2) повреждать, наносить ущерб, вредитьβλάπτεσθαι τὰ ὄμματα πρὸς ὀξυωπίαν Arst. — терять остроту зрения;βλάψαι τινὰ (φρένας) Hom. — помрачить чей-л. рассудок;βεβλαμμένος ἦτορ Hom. — пораженный в сердце;βλαφθείς Hom. — умалишенный, помешанный3) нарушать(λόγον τινός Pind.; ὅρκους Arst.)
-
3 -θε
-θε1) суффикс со значением отделения, удаленияοἴκοθεν Hom., Aesch., Thuc. etc. — из дома;
ἄνωθεν Pind., Her. etc. — сверху;ἄλλοθεν Hom., Aesch., Plat. etc. — из другого места (края);οὐρανόθεν Hom., Hes. — с неба;Διόθεν Hom., Hes. etc. — от Зевса;иногда — с предлогом:ἐξ и ἀπ΄ οὐρανόθεν Hom., Hes. — с неба;ἀπὸ Τροίηθεν Hom. — от (из) Трои2) с местоим. (ἐμέθεν, σέθεν, ἕθεν) имеет значение суффикса родит. падежа -
4 -θεν
- θεν1) суффикс со значением отделения, удаленияοἴκοθεν Hom., Aesch., Thuc. etc. — из дома;
ἄνωθεν Pind., Her. etc. — сверху;ἄλλοθεν Hom., Aesch., Plat. etc. — из другого места (края);οὐρανόθεν Hom., Hes. — с неба;Διόθεν Hom., Hes. etc. — от Зевса;иногда — с предлогом:ἐξ и ἀπ΄ οὐρανόθεν Hom., Hes. — с неба;ἀπὸ Τροίηθεν Hom. — от (из) Трои2) с местоим. (ἐμέθεν, σέθεν, ἕθεν) имеет значение суффикса родит. падежа
См. также в других словарях:
διόθεν — επίρρ. (Α) από τον Δία, σύμφωνα με τη θέληση του. [ΕΤΥΜΟΛ. < διο * + (επιρρ. κατάλ.) θεν] … Dictionary of Greek
διόθεν — sent from Zeus indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διόθεν — Ζεύς dyaús epic (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-θε — (AM θε και θεν) κατάληξη τοπικών επιρρ. που δηλώνει την από τόπου κίνηση («δώθε», «κείθε», «πάροιθε», «άνωθεν») αρχ. κατάληξη τής γενικής ή αφαιρετικής εν. ουσ. ή επιθ. ή αντωνυμιών που δηλώνει την από τόπου κίνηση, την προέλευση ή την καταγωγή… … Dictionary of Greek
διο- — (Α) α συνθετικό πολλών αρχαίων ελληνικών λέξεων που φανερώνει καταγωγή από τον Δία, συνεπώς τον λαμπρό, τον έξοχο. Πρβλ. αρχ. διόβολος, διογενής, διόγνητος, διόγονος, διόθεν, διόκτυπος, διομηνία, διομήτωρ, διόπαις, διοπόμπησις, διοσημία,… … Dictionary of Greek
ριπή — η / ῥιπή, ΝΜΑ φρ. «ἐν ῥιπῇ ὀφθαλμοῡ» ακαριαία, σε μια στιγμή νεοελλ. 1. ταχεία βολή πολλών βλημάτων η οποία πραγματοποιείται με μία, αλλά συνεχή, πίεση τής σκανδάλης αυτόματου όπλου και που διαρκεί όσο και η πίεση τής σκανδάλης («βολή κατά… … Dictionary of Greek