1 διοθεν
Древнегреческо-русский словарь > διοθεν
διόθεν — επίρρ. (Α) από τον Δία, σύμφωνα με τη θέληση του. [ΕΤΥΜΟΛ. < διο * + (επιρρ. κατάλ.) θεν] … Dictionary of Greek