Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

διστασμός

См. также в других словарях:

  • διστασμός — ο βλ. δισταγμός …   Dictionary of Greek

  • διστασμοῦ — διστασμός masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διστασμόν — διστασμός masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δισταγμός — ο (AM δισταγμός Α και διστασμός) [διστάζω] το να διστάζει κανείς, ενδοιασμός αρχ. αμφιβολία …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»