Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

δισκο-φόρος

См. также в других словарях:

  • σκαφηφόρος — ο / σκαφηφόρος, ον, ΝΑ 1. αυτός που μεταφέρει σκάφη, λεκάνη ή δίσκο 2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οι σκαφηφόροι άτομα τα οποία είχαν το τιμητικό λειτούργημα, στην πομπή τών Παναθηναίων, να φέρουν σκάφες, δηλ. σκεύη με προσφορές για την Αθηνά.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»