-
1 δισκοφορος
См. также в других словарях:
δισκοφόρος — ο (AM δισκοφόρος, ον) αυτός που κρατά ή περιφέρει δίσκο νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δισκοφόρα 1. οι δισκομέδουσες 2. βδελλοειδείς δακτυλιοσκώληκες 3. οποιοδήποτε ζώο έχει δισκοειδείς σικύες, βεντούζες για να προσκολλάται σε δέντρα, βράχους … Dictionary of Greek
δισκοφόρον — δισκοφόρος bringing the discus masc/fem acc sg δισκοφόρος bringing the discus neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύκλειτος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αργείος γλύπτης (άκμασε μεταξύ 460 – 420 π.Χ. περίπου), ένας από τους 3 μεγαλύτερους –μαζί με τον Μύρωνα και τον Φειδία– γλύπτες του 5ου αι. π.Χ. Ήταν κυρίως χαλκοπλάστης και ασχολήθηκε και θεωρητικά με την τέχνη του… … Dictionary of Greek