Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

διπλ

См. также в других словарях:

  • διπλ(ο) — (διπλούς, διπλός) α συνθετικό λέξεων που δηλώνουν διπλασιασμό ή επανάληψη τής σημασίας τού β συνθετικού π.χ. διπλοπρόσωπος, διπλοπαρακαλώ ΣΥΝΘ. αρχ. διπλοείματος, διπλωδούμαι μσν. διπλοεντέληνος, διπλοκαλαμαράτος, διπλοπαλαιολόγος,… …   Dictionary of Greek

  • δίπλ' — διπλά , διπλός neut nom/voc/acc pl διπλά̱ , διπλός fem nom/voc/acc dual διπλά̱ , διπλός fem nom/voc sg (doric aeolic) διπλέ , διπλός masc voc sg διπλαί , διπλός fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Engineer's degree — An engineer s degree is a graduate academic degree intermediate in rank between a master s degree and a doctoral degree in the United States. In Europe, it can be an approximately five year degree roughly equivalent to a master s degree. The… …   Wikipedia

  • διπλέλικος — ο(ν) (για πλοίο) αυτός που έχει δύο έλικες. [ΕΤΥΜΟΛ. < διπλ(ο)·* + έλιξ, έλικος. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • διπλαπιλογούμαι — και διπλοαπιλογούμαι ( έομαι) (για τη σάλπιγγα) ηχώ απαντώντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < διπλ(ο)·* + απιλογούμαι, άλλος τ. τού απολογούμαι] …   Dictionary of Greek

  • διπλωδούμαι — διπλῳδοῡμαι ( έομαι) (Α) (για μουσικές φράσεις) επανέρχομαι, επαναλαμβάνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < διπλ (ο)·* + ωδή] …   Dictionary of Greek

  • λειάνωμα — το 1. μικρό και λεπτό πράγμα 2. μικρό αρνί ή κατσίκι 3. στον πληθ. τα λειανώματα σύνολο μικρών ομοειδών πραγμάτων, ιδίως κερμάτων, λειανά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *λειανώνω (< λειανός), κατά τα ουδ. σε ωμα (πρβλ. δίπλ ωμα, στέγν ωμα)] …   Dictionary of Greek

  • νότα — (I) η 1. μουσ. φθογγόσημο 2. χρώμα, χροιά ήχου ή τόνου 3. μτφ. άτομο ή κατάσταση που προκαλεί ευχάριστη ή δυσάρεστη διάθεση («η παρουσία του αποτέλεσε μια ευχάριστη νότα στη ζωή μας») 4. φρ. «είναι με τις νότες του» έχει τις ιδιοτροπίες του.… …   Dictionary of Greek

  • συνάντηση — η / συνάντησις, ήσεως, ΝΑ [συναντῶ] το να συναντάται κανείς με άλλον, συναπάντημα, αντάμωση («η συνάντησή μας ήταν τυχαία») νεοελλ. 1. (αθλ.) αγώνας μεταξύ δύο αθλητών ή δύο αθλητικών ομάδων («ποδοσφαιρική συνάντηση») 2. φρ. α) «συνάντηση… …   Dictionary of Greek

  • συνομιλητής — ο, θηλ. συνομιλήτρια, ΝΑ [συνομιλῶ] νεοελλ. 1. αυτός με τον οποίο συνομιλεί κανείς 2. (διπλ. πολ.) εταίρος σε διμερείς ή πολυμερείς συνομιλίες αρχ. σύντροφος, φίλος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»