-
1 δίπλ'
διπλά, διπλόςneut nom /voc /acc plδιπλά̱, διπλόςfem nom /voc /acc dualδιπλά̱, διπλόςfem nom /voc sg (doric aeolic)διπλέ, διπλόςmasc voc sgδιπλαί, διπλόςfem nom /voc pl -
2 διπλάσιος
A twofold, double, Hdt.4.68, etc.: never in Trag. ( δίκρουν is prob. in A.Fr. 152): freq. as [comp] Comp. folld. by ἤ .. Hdt.6.57, Th.1.10, etc.; also διπλήσιον ἢ ὅσον .. Hdt. 7.23: or c. gen., twice the size of, Id.6.133;δ. ἐγίνετο αὐτὸς ἑωυτοῦ Id.8.137
;διπλάσια τῶν ἄλλων D.18.238
;δ. τῆς ἀληθείας Philem.160
; διπλασίοις ἐλάττω (sc. τὰ χρήματα) D.27.52.2 Subst. διπλήσιον, τό, as much again, Hdt.7.103: as Adv.,διπλάσιον σπεύδουσι Thgn. 229
.4 Adv.- ως Th.8.1
, Men.645;δ. ἄμεινον Aeschin.2.122
, AP7.611 (Eutolm.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διπλάσιος
-
3 διπλασίων
διπλ-ᾰσίων, ον, gen. ονος, later form for διπλάσιος, Arist.Pr. 923a3, Mu. 399a9, Arr.Tact. 16.11, PLips.64.31 (iv A. D.), etc.; δ. λόγοςGreek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διπλασίων
-
4 διπλασμός
διπλ-ασμός, ὁ,A = διπλασιασμός, Eust.1396.52, prob. l. in Plot.6.1.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διπλασμός
-
5 διπλόω
A repeat a process, Arist.APo. 91a21; double, τρίβωνα, of philosophers, D.L.6.22; multiply by two, Vett.Val.159.27:—[voice] Pass.,ἐδεδίπλωτο ἡ φάλαγξ X.HG6.5.19
; of swords, to be bent double, Plu. Cam.41; of a bow-string, Ach.Tat.3.8; of fevers (cf. διπλοῦς), Gal. 7.472; δεδιπλωμένον ἔμβρυον, of position of foetus at birth, Aspasia ap.Aët.16.22, cf. Sor.2.55.II repay twofold,δ. διπλᾶ κατὰ τὰ ἔργα αὐτῆς Apoc.18.6
. -
6 δίπλωμα
A anything double: hence of the parallel streams of the 'milky way', Arist.Mete. 346a24; of 'doubled' position of foetus at birth, Sor.2.60, Philum. ap.Aët.16.23.II folded paper: hence, letter of recommendation, esp. passport, Cic.Att.10.17.4, Fam.6.12.3; later, order enabling a traveller to use the public post, Plu.Galb.8, OGI665.25 (Egypt, i A. D.), etc.; receipt for payment of licences or taxes, PAmh.2.92 (ii A. D.), etc.III double pot for boiling unguents, etc., Dsc.2.77, Crito ap.Gal.13.37.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δίπλωμα
-
7 δίπλωσις
II doubling,μήνιγγος Gal.UP9.6
(pl.); esp. in Alch., δ. ἀργύρου Zos.Alch.p.183B., cf. PHolm.2.18, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δίπλωσις
-
8 διπλῳδέομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διπλῳδέομαι
См. также в других словарях:
διπλ(ο) — (διπλούς, διπλός) α συνθετικό λέξεων που δηλώνουν διπλασιασμό ή επανάληψη τής σημασίας τού β συνθετικού π.χ. διπλοπρόσωπος, διπλοπαρακαλώ ΣΥΝΘ. αρχ. διπλοείματος, διπλωδούμαι μσν. διπλοεντέληνος, διπλοκαλαμαράτος, διπλοπαλαιολόγος,… … Dictionary of Greek
δίπλ' — διπλά , διπλός neut nom/voc/acc pl διπλά̱ , διπλός fem nom/voc/acc dual διπλά̱ , διπλός fem nom/voc sg (doric aeolic) διπλέ , διπλός masc voc sg διπλαί , διπλός fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Engineer's degree — An engineer s degree is a graduate academic degree intermediate in rank between a master s degree and a doctoral degree in the United States. In Europe, it can be an approximately five year degree roughly equivalent to a master s degree. The… … Wikipedia
διπλέλικος — ο(ν) (για πλοίο) αυτός που έχει δύο έλικες. [ΕΤΥΜΟΛ. < διπλ(ο)·* + έλιξ, έλικος. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
διπλαπιλογούμαι — και διπλοαπιλογούμαι ( έομαι) (για τη σάλπιγγα) ηχώ απαντώντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < διπλ(ο)·* + απιλογούμαι, άλλος τ. τού απολογούμαι] … Dictionary of Greek
διπλωδούμαι — διπλῳδοῡμαι ( έομαι) (Α) (για μουσικές φράσεις) επανέρχομαι, επαναλαμβάνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < διπλ (ο)·* + ωδή] … Dictionary of Greek
λειάνωμα — το 1. μικρό και λεπτό πράγμα 2. μικρό αρνί ή κατσίκι 3. στον πληθ. τα λειανώματα σύνολο μικρών ομοειδών πραγμάτων, ιδίως κερμάτων, λειανά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *λειανώνω (< λειανός), κατά τα ουδ. σε ωμα (πρβλ. δίπλ ωμα, στέγν ωμα)] … Dictionary of Greek
νότα — (I) η 1. μουσ. φθογγόσημο 2. χρώμα, χροιά ήχου ή τόνου 3. μτφ. άτομο ή κατάσταση που προκαλεί ευχάριστη ή δυσάρεστη διάθεση («η παρουσία του αποτέλεσε μια ευχάριστη νότα στη ζωή μας») 4. φρ. «είναι με τις νότες του» έχει τις ιδιοτροπίες του.… … Dictionary of Greek
συνάντηση — η / συνάντησις, ήσεως, ΝΑ [συναντῶ] το να συναντάται κανείς με άλλον, συναπάντημα, αντάμωση («η συνάντησή μας ήταν τυχαία») νεοελλ. 1. (αθλ.) αγώνας μεταξύ δύο αθλητών ή δύο αθλητικών ομάδων («ποδοσφαιρική συνάντηση») 2. φρ. α) «συνάντηση… … Dictionary of Greek
συνομιλητής — ο, θηλ. συνομιλήτρια, ΝΑ [συνομιλῶ] νεοελλ. 1. αυτός με τον οποίο συνομιλεί κανείς 2. (διπλ. πολ.) εταίρος σε διμερείς ή πολυμερείς συνομιλίες αρχ. σύντροφος, φίλος … Dictionary of Greek