Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

διπλασιασμός

См. также в других словарях:

  • διπλασιασμός — doubling masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπλασιασμός — ο (AM διπλασιασμός) [διπλασιάζω] 1. το να διπλασιάζεται κάτι, η αύξηση στο διπλάσιο 2. γραμμ. η επανάληψη συμφώνου αρχ. 1. γραμμ. αναδιπλασιασμός 2. στρ. η μετατροπή τής παρατάξεως από απλούς σε διπλούς στίχους …   Dictionary of Greek

  • διπλασιασμός — ο το αποτέλεσμα και η ενέργεια του διπλασιάζω: Πέτυχε διπλασιασμό της πελατείας του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διπλασιασμοῖς — διπλασιασμός doubling masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπλασιασμοί — διπλασιασμός doubling masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπλασιασμοῦ — διπλασιασμός doubling masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπλασιασμούς — διπλασιασμός doubling masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπλασιασμῶ — διπλασιασμός doubling masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπλασιασμῶν — διπλασιασμός doubling masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπλασιασμῷ — διπλασιασμός doubling masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπλασιασμόν — διπλασιασμός doubling masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»