-
1 διπλασιασμος
-
2 διπλασιασμός
διπλασιασμόςdoubling: masc nom sg -
3 διπλασιασμός
-οῦ ὁ N 2 0-0-0-1-0=1 Jb 42,10double, doubling -
4 διπλασιασμός
[дипласиазмос] ουσ α умножение на два. -
5 διπλασιασμός
διπλᾰσι-ασμός, ὁ,II Gramm., the Ionic doubling of consonants, as in τόσσος, EM68.47, Eust.73.3, etc.b reduplication, A.D.Synt.323.6.III in Tactics, doubling of front, Ascl. Tact.10.18, etc.; of Numbers, ib.17, etc.IV in Anatomy, cross-action of muscles, Gal.18(2).974.V = δίπλωσις 11, PHolm.1.39.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διπλασιασμός
-
6 διπλασιασμὀς
δι-πλασιασμὀς, ὁ u. δι-πλασίασις, ἡ, die Verdoppelung. Bei den Gramm. die Reduplication, u. übh. die Verdoppelung eines Consonanten, z. B. ὅττι -
7 διπλασιασμός
doublingΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > διπλασιασμός
-
8 ἐπ-ανα-διπλασιασμός
ἐπ-ανα-διπλασιασμός, ὁ, Verdoppelung, E. M.
-
9 διπλασιασμοί
διπλασιασμόςdoubling: masc nom /voc pl -
10 διπλασιασμούς
διπλασιασμόςdoubling: masc acc pl -
11 διπλασιασμόν
διπλασιασμόςdoubling: masc acc sg -
12 διπλασιασμώ
διπλασιασμόςdoubling: masc gen sg (doric aeolic)——————διπλασιασμόςdoubling: masc dat sg -
13 δι-πλασμός
δι-πλασμός, ὁ, = διπλασιασμός, Eust. 1396, 53.
-
14 διπλασίαση
[-ις (-εως)] η, διπλασίασμα τό, διπλασίασμός ο1) удваивание; 2) воен, сдваивание (рядов) -
15 διπλασιασμοίς
-
16 διπλασιασμοῖς
-
17 διπλασιασμού
-
18 διπλασιασμοῦ
-
19 διπλασιασμών
-
20 διπλασιασμῶν
- 1
- 2
См. также в других словарях:
διπλασιασμός — doubling masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπλασιασμός — ο (AM διπλασιασμός) [διπλασιάζω] 1. το να διπλασιάζεται κάτι, η αύξηση στο διπλάσιο 2. γραμμ. η επανάληψη συμφώνου αρχ. 1. γραμμ. αναδιπλασιασμός 2. στρ. η μετατροπή τής παρατάξεως από απλούς σε διπλούς στίχους … Dictionary of Greek
διπλασιασμός — ο το αποτέλεσμα και η ενέργεια του διπλασιάζω: Πέτυχε διπλασιασμό της πελατείας του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διπλασιασμοῖς — διπλασιασμός doubling masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπλασιασμοί — διπλασιασμός doubling masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπλασιασμοῦ — διπλασιασμός doubling masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπλασιασμούς — διπλασιασμός doubling masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπλασιασμῶ — διπλασιασμός doubling masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπλασιασμῶν — διπλασιασμός doubling masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπλασιασμῷ — διπλασιασμός doubling masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπλασιασμόν — διπλασιασμός doubling masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)