Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

διπλωματικό

  • 1 корпус

    корпус м 1) (здание) το χτίριο 2) (туловище) о κορμός, то σώμα ◇ дипломатический \корпус το διπλωματικό σώμα
    * * *
    м
    1) ( здание) το χτίριο
    2) ( туловище) ο κορμός, το σώμα
    ••

    дипломати́ческий ко́рпус — το διπλωματικό σώμα

    Русско-греческий словарь > корпус

  • 2 дипломатический

    дипломат||и́ческий
    прил διπλωματικός:
    \дипломатическийи́ческий курьер ὁ διπλωματικός ταχυδρόμος· \дипломатическийи́ческий корпус τό διπλωματικό σῶμα· \дипломатическийи́ческие отношения οἱ διπλωματικές σχέσεις.

    Русско-новогреческий словарь > дипломатический

  • 3 шаг

    шаг
    м в разн. знач. τό βήμα, τό βάδισμα:
    дипломатический \шаг τό διπλωματικό διάβημα· ложный \шаг τό στραβοπάτημα· первые \шагй τά πρώτα βήματα· тихим \шагом μέ σιγανό βήμα· прибавить \шагу, ускорить \шаг ἐπιταχύνω τό βήμα· замедлить \шаг ἐπιβραδύνω τό βήμα· направить свой \шагй κατευθύνομαι· предпринимать \шагй ἐπιχειρώ διαβήματα· сделать первый (решительный) \шаг κάνω τό πρώτο (τό ἀποφασιστικό) βήμα· измерять \шагами μετρώ πόσα βήματα εἶναι· гигантскими \шага́ми μέ γιγαντιαία βήματα· черепашьим \шаго́м μέ ρυθμούς χελώνας· в нескольких \шага́х μερικά βήματα πιό πέρα· в двух \шага́х δυό βήματα παρακάτω· на каждом \шагу σέ κάθε βήμα· что ни \шаг σέ, κάθε βήμα του· \шаг за \шагом а) βήμα-βήμα (медленно)· б) βήμα προς βήμα (постепенно)· ни на \шаг, ни \шагу ὁὔτε βήμα· он из дома ни на \шаг (ни \шагу) δέν κάνει οὔτε βήμα ἀπ' τό σπίτι· нн на \шаг не отступать (не отходить) от кого́-чего́-л. δέν ἀπομακρύνομαι (или φεύγω) ὁὔτε βήμα ἀπό κάποιον ἀπό κάτι· ни -у назад! ὁὔτε βήμα πίσω!· \шагу ступить нельзя без того, чтобы... δέν μπορείς νά κάνεις βήμα χωρίς νά...· \шаг винта тех. ἡ βόλτα τής βίδας· гигантские \шагй спорт. ὁ ἀέροπεταστής.

    Русско-новогреческий словарь > шаг

  • 4 διάβημα

    τό
    1) дип демарш;

    διπλωματικό διάβημα — дипломатический шаг;

    2) перен. шаг, поступок, действие;

    απονενοημένον διάβημα — безумный шаг, отчаянный поступок, самоубийство

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > διάβημα

  • 5 διπλωματικός

    η, ό[ν]
    1) дипломатический;

    διπλωματικός υπάλληλος — дипломат;

    διπλωματική ασυλία — дипломатический иммунитет;

    διπλωματικός ταχυδρόμος — дипломатический курьер, дипкурьер;

    дипломатический корпус;
    2) дипломатичный; хитрый, лицемерный;

    διπλωματικά τερτίπια — хитрые повадки;

    διπλωματική απάντηση — дипломатичный ответ

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > διπλωματικός

  • 6 σώμα

    τό
    1) тело; туловище; корпус (тж. машины);

    ανθρώπινο σώμα — человеческое тело;

    σώμα πυραύλου — корпус ракеты;

    σώμα μηχανής — корпус машины;

    2) корпус (совокупность лиц); часть; служба;

    σώμα στρατού — армейский корпус;

    διπλωματικό σώμα — дипломатический корпус;

    πυροσβεστικό σώμα — пожарная команда;

    σώμα αξιωματικών — офицерский корпус;

    κύριον σώμα — главные силы;

    τεχνικόν (φαρμακευτικόν) σώμα — техническая (фармацевтическая) служба;

    3) телосложение;

    εύρωστο σώμα — крепкое телосложение;

    4) экземпляр (книги);
    5) физ. тело; ουράνια σώματα небесные тела;

    αλλότριο σώμα — инородное тело;

    § σώμα προς σώμα — врукопашную;

    ψυχή τε και σώματι душой и телом;

    σώμα του εγκλήματος юр. — состав преступления;

    εν σώματι в полном составе

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > σώμα

  • 7 дипломатический

    ε π..
    1. διπλωματικός•

    -ие отношения διπλωματικές σχέσεις•

    дипломатический корпус διπλωματικό σώμα•

    2. μτφ. επιδέξιος, επιτήδειος• κρυψίνους•

    дипломатический ответ διπλωματική απάντηση.

    Большой русско-греческий словарь > дипломатический

  • 8 дипломатичность

    θ.
    διπλωματία, διπλωματικό τακτ.

    Большой русско-греческий словарь > дипломатичность

  • 9 дипломатия

    -ив.
    1. διπλωματία, διπλωματικό σώμα.
    2. πονηριά, κρυψίνοια.

    Большой русско-греческий словарь > дипломатия

  • 10 корпус

    α.
    1. (πλθ. -ы) σώμα, κορμί(ανθρώπου ή ζώου).
    2. (τεχ.) πλαίσιο, θήκη.
    3. σκάφος, κύτος πλοίου.
    4. χωριστό οικοδόμημα. || χωριστό τμήμα μεγάλου οικοδομήματος.
    5. (στρατ.) σώμα•

    кавалерийский корпус σώμα ιππικού•

    резервный корпус εφεδρικό σώμα•

    офицерский корпус το σώμα των αξιωματικών•

    жандармский корпус το σώμα της χωροφυλακής.

    6. μέση στρατιωτική σχολή.
    7. (πολυγρ.) τα στοιχεία των 10 στιγμών.
    εκφρ.
    дипломатический корпус – διπλωματικό σώμα.

    Большой русско-греческий словарь > корпус

См. также в других словарях:

  • Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… …   Dictionary of Greek

  • διακοίνωση — η 1. γνωστοποίηση, αναγγελία, ειδοποίηση 2. υπογεγραμμένο διπλωματικό έγγραφο με το οποίο διαβιβάζεται, μέσω διπλωματικού αντιπροσώπου, προς την κυβέρνηση άλλης χώρας σημαντική ανακοίνωση 3. φρ. «ρηματική διακοίνωση» ανακοίνωση που γίνεται με… …   Dictionary of Greek

  • Δραγούμης — Επώνυμο οικογένειας από το Βογατσικό της δυτικής Μακεδονίας, μέλη της οποίας διακρίθηκαν στα γράμματα και στην πολιτική. 1. Ίων ή Ιωάννης (Αθήνα 1878 – 1920). Πολιτικός και συγγραφέας. Ήταν γιος του Στέφανου Δ. (βλ. 5.). Σπούδασε νομικά και… …   Dictionary of Greek

  • Πάχλεν — Επώνυμο ρωσικής αριστοκρατικής οικογένειας, που καταγόταν από την Πομερανία και εγκαταστάθηκε στην επαρχία της Βαλτικής τον 13o αι. Μετά την κατάληψη της Λιβονίας από τον Μεγάλο Πέτρο, η οικογένεια Π. πρόσφερε τις υπηρεσίες της στη Ρωσία και… …   Dictionary of Greek

  • Vehicle registration plates of Greece — Greek vehicle registration plates are composed of three letters and four digits per plate (e.g. AAA 1000). The letters represent the district that issues the plates while the numbers begin from 1000 to 9999. Similar plates with digits beginning… …   Wikipedia

  • Griechische KFZ-Kennzeichen — Aktuelles Griechisches Kfz Kennzeichen Die aktuellen griechischen Kfz Kennzeichen sind analog denen der meisten anderen EU Länder gestaltet, also schwarze Schrift auf weißem Grund; links ein blaues Band mit dem Zeichen der Europäischen Union… …   Deutsch Wikipedia

  • Kfz-Kennzeichen (Griechenland) — Aktuelles griechisches Kfz Kennzeichen Kennzeichen ohne …   Deutsch Wikipedia

  • Plaque d'immatriculation grecque — Les plaques d immatriculation grecques actuelles sont composées de 3 lettres et 4 chiffres par plaque. (ex: ABC 1234). Les une ou deux premières lettres correspondent au nome d où proviennent les véhicules. Les chiffres vont de 1000 à 9999. Les… …   Wikipédia en Français

  • Индекс автомобильных номеров Греции — У этого термина существуют и другие значения, см. Индекс автомобильных номеров. Греческий номер Регистрационные знаки греческих транспортных средств состоят …   Википедия

  • Паспорт гражданина Греции — Обложка современного биометрического паспорта гражданина Греции Паспорт гражданина Греции выдаётся исключительно для международных поездок. С 26 августа 2006 года введены биометрические паспорта (стар …   Википедия

  • ΟΗΕ — (Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών). Διεθνής οργάνωση που έχει ως κύριο σκοπό τη διατήρηση της ειρήνης και της ασφάλειας μεταξύ όλων των χωρών. Η ιδέα της συγκέντρωσης όλων των χωρών του κόσμου σε μια οργάνωση, που να αποκλείει την προσφυγή στα όπλα για… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»