-
1 αλλοτριο-
-
2 ἀλλοτριό-φρων
ἀλλοτριό-φρων, ον, anders, feindlich gesinnt, Sp
-
3 ἀλλοτριό-χρως
ἀλλοτριό-χρως, andersfarbig, Nicand. 1 (XI, 7).
-
4 ἀλλοτριό-χωρος
ἀλλοτριό-χωρος, aus fremdem Lande, Ioseph.
-
5 ἀλλοτριό-γνωμος
ἀλλοτριό-γνωμος, B. A. 385 aus Cratin. (Hephaest. p. 14 u. Choerob. in Cr. An. 4, 414, aber B. A. 1176 ἀλλοτριογνώμοσι), anderes im Kopfe habend.
-
6 ἀλλοτριο-πραγμοσύνη
ἀλλοτριο-πραγμοσύνη, ἡ, neben πολυπραγμοσύνη, = -πραγία, Plat. Rep. IV, 144 b.
-
7 ἀλλοτριο-πραγμονέω
ἀλλοτριο-πραγμονέω, = - πραγέω, Simplic.
-
8 ἀλλοτριο-πράγμων
ἀλλοτριο-πράγμων, ὁ, der sich um fremde Dinge, die ihn nichts angehen, bekümmert, B. A. 81.
-
9 ἀλλοτριο-πρᾱγέω
ἀλλοτριο-πρᾱγέω, fremdartige Dinge, um die man sich nicht zu bekümmern hat, treiben, Unruhen stiften, Pol. 5, 41, 8 u. Sp.
-
10 ἀλλοτριο-πρᾱγία
ἀλλοτριο-πρᾱγία, ἡ, unberufene Geschäftigkeit, Vorwitz, Plut. ad. et am. discr. 20.
-
11 ἀλλοτριο-τρόπως
ἀλλοτριο-τρόπως, auf fremdartige, unpassende Weise, Euseb.
-
12 ἀλλοτριο-φρονέω
ἀλλοτριο-φρονέω, anders, feindlich gesinnt sein, D. Sic. 17, 4.
-
13 ἀλλοτριο-φαγέω
ἀλλοτριο-φαγέω, fremdes Gut verzehren, Eust.
-
14 ἀλλοτριο-φθονέω
ἀλλοτριο-φθονέω, fremdes Gut beneiden, stand sonst für ἀλλοτρίων φϑονέω Od. 18, 18.
-
15 ἀλλοτριο-φάγος
ἀλλοτριο-φάγος, fremdes Brod essend, Soph. frg. 309 bei Ath. IV, 164 a.
-
16 ἀλλοτριο-επί-σκοπος
ἀλλοτριο-επί-σκοπος, N. T., nach fremdem Gute trachtend.
-
17 ἀλλοτριο-μορφο-δίαιτος
ἀλλοτριο-μορφο-δίαιτος, Orph. H. 9, 23, die sich immer in anderer Gestalt zeigende Natur.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ἀλλοτριο-μορφο-δίαιτος
-
18 ἀλλοτριο-νομέω
ἀλλοτριο-νομέω, an einen fremden, ungehörigen Ort stellen, nicht recht vertheilen u. anordnen, Plat. Theaet. 195 a (Tim. Lex. ἐναλλαγὴν ὀνομάτων ποιοῠντες ἢ ὅλως τισί τινα μὴ προςηκόντως διανέμοντες, auch das erste im Zusammenhange nicht falsch, aber nicht eine Veränderung in ἀλλοτριωνυμέω rechtfertigend); nach fremden Sitten leben, Dio Cass. 52, 36.
-
19 ἀλλοτριο-λογέω
ἀλλοτριο-λογέω, fremdartiges, nicht zur Sache gehöriges reden, Strabo I p. 62.
-
20 ἀλλοτριόγνωμος
ἀλλοτριό-γνωμος, ον,A thinking of other things, absent, Cratin. 154.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλλοτριόγνωμος
См. также в других словарях:
αλλοτριότης — ἀλλοτριότης ( ητος), η (Α) [ἀλλότριος] 1. το να είναι κάτι αλλότριο, ξένο, η αποξένωση 2. εχθρότητα, απέχθεια, δυσμένεια 3. διάσταση, φιλονικία 4. (για ύφος) η έλλειψη γλαφυρότητας 5. Φιλοσ. η διαφορά κατά το ποιόν … Dictionary of Greek
αλλοτριώνω — (Α ἀλλοτριῶ, όω) 1. κάνω κάτι αλλότριο, ξένο, αποξενώνω 2. παθ. περιέρχομαι στην κυριότητα άλλου νεοελλ. 1. μεταβιβάζω σε άλλον την κυριότητα, εκποιώ, πουλώ 2. αφαιρώ την ελευθερία κάποιου, τόν αποξενώνω από τον εαυτό του αρχ. Ι. ενεργ. 1. στερώ … Dictionary of Greek
καλλίγνωμος — καλλίγνωμος, ον (Μ) ο καλόγνωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + γνωμος (< γνώμη), πρβλ. αλλοτριό γνωμος, δολιό γνωμος] … Dictionary of Greek
καλόγνωμος — η, ο (Μ καλόγνωμος, ον) 1. ο καλοκάγαθος, ο καλόβολος, ο ευγενικός, ο άνθρωπος που έχει καλή διάθεση 2. το ουδ. ως ουσ. το καλόγνωμο(ν) η καλοσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + γνωμος (< γνώμη), πρβλ. ευθύ γνωμος, αλλοτριό γνωμος] … Dictionary of Greek
σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… … Dictionary of Greek