-
1 διπλασια
-
2 διπλάσια
επίρρ. вдвойне -
3 απαριθμεω
1) пересчитывать, учитывать(ὄχλον Xen.; πάντα Plut.)
2) отсчитывать, платить(χρήματα διπλάσια Xen.)
3) перечислять(τὰ μέρη τῶν φυτῶν Arst.)
4) пересказывать, рассказывать(τοὺς τυχόντας μύθους Arst.)
-
4 διπλάσιος
α, ο [ία, ον] удвоенный, двойной; в два раза больший;διπλάσια έξοδα — двойные расходы;
ο μισθός του είναι διπλάσιος απ' τον δικό μου — его жалованье вдвое больше чем у меня
См. также в других словарях:
διπλασία — διπλασίᾱ , διπλάσιος twofold fem nom/voc/acc dual διπλασίᾱ , διπλάσιος twofold fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπλασίᾳ — διπλασίᾱͅ , διπλάσιος twofold fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπλάσια — διπλάσιος twofold neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπλασιάσας — διπλασιά̱σᾱς , διπλασιάζω double fut part act fem acc pl (doric) διπλασιά̱σᾱς , διπλασιάζω double fut part act fem gen sg (doric) διπλασιάσᾱς , διπλασιάζω double aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπλασίας — διπλασίᾱς , διπλάσιος twofold fem acc pl διπλασίᾱς , διπλάσιος twofold fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπλασιάσαι — διπλασιά̱σᾱͅ , διπλασιάζω double fut part act fem dat sg (doric) διπλασιάζω double aor inf act διπλασιάσαῑ , διπλασιάζω double aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπλασίαι — διπλασίᾱͅ , διπλάσιος twofold fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπλασίαν — διπλασίᾱν , διπλάσιος twofold fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπλάσι' — διπλάσια , διπλάσιος twofold neut nom/voc/acc pl διπλάσιε , διπλάσιος twofold masc voc sg διπλάσιαι , διπλάσιος twofold fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπλά — επίρρ. [διπλός] διπλάσια, σε διπλάσια ποσότητα … Dictionary of Greek
Лимма — (устар. леймма) (греч. λεῖμμα остаток, лат. limma, реже leimma) музыкальный интервал, соответствующий диатоническому полутону (малой секунде) пифагорова строя. Согласно античному определению, восходящему к пифагорейской… … Википедия