-
1 вдвое
вдвое διπλά, διπλάσια" \вдвое больше (меньше) δυο φορές περισσότερο (λιγότερο, μικρότερο) \вдвое увеличить διπλασιάζω сгибать \вдвое διπλώνω* * *διπλά, διπλάσιαвдво́е бо́льше (ме́ньше) — δυο φορές περισσότερο (λιγότερο, μικρότερο)
вдво́е увели́чить — διπλασιάζω
сгиба́ть вдво́е — διπλώνω
-
2 вдвойне
вдвойненареч διπλά, διπλάσια, δυό φορές περισσότερο:заплатить \вдвойне πληρώνω διπλάσια, πληρώνω τά διπλά. -
3 двойной
двойн||ойприл в разн. знач. διπλός, διπλάσιος, διπλοῦς I мат, хим. δυαδικός:\двойнойая рама ἡ διπλή κορνίζα· \двойнойая бухгалтерия ἡ διπλογραφία· в \двойнойо́м размере διπλάσια, σέ διπλάσια ποσότητα· вести \двойнойу́ю игру перен παίζω διπλό παιγνίδι. -
4 двукратный
двукратн||ыйприл διπλάσιος, διπλός/ πού ἐπαναλαμβάνεται (δυό φορές) (повторный):в \двукратныйом размере διπλάσια, σέ διπλάσια ποσότητα. -
5 вдвое
вдвоенареч δύο φορές, δίς/ στά δύο (пополам):\вдвое больше διπλάσια, δύο φορές περισσότερο; сложить \вдвое διπλώνω στά δύο. -
6 вдвойне
[βντβοϊνιέ] επίρ. διπλάσια -
7 вдвойне
[βντβοϊνιέ] επίρ διπλάσια -
8 удвоенный
αριθμ.επ.διπλός• διπλάσιος•-ая порция διπλή μερίδα• удвоенный «С» διπλό «σ» π.χ. масса; -ая сила διπλάσια δύναμη.
См. также в других словарях:
διπλασία — διπλασίᾱ , διπλάσιος twofold fem nom/voc/acc dual διπλασίᾱ , διπλάσιος twofold fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπλασίᾳ — διπλασίᾱͅ , διπλάσιος twofold fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπλάσια — διπλάσιος twofold neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπλασιάσας — διπλασιά̱σᾱς , διπλασιάζω double fut part act fem acc pl (doric) διπλασιά̱σᾱς , διπλασιάζω double fut part act fem gen sg (doric) διπλασιάσᾱς , διπλασιάζω double aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπλασίας — διπλασίᾱς , διπλάσιος twofold fem acc pl διπλασίᾱς , διπλάσιος twofold fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπλασιάσαι — διπλασιά̱σᾱͅ , διπλασιάζω double fut part act fem dat sg (doric) διπλασιάζω double aor inf act διπλασιάσαῑ , διπλασιάζω double aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπλασίαι — διπλασίᾱͅ , διπλάσιος twofold fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπλασίαν — διπλασίᾱν , διπλάσιος twofold fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπλάσι' — διπλάσια , διπλάσιος twofold neut nom/voc/acc pl διπλάσιε , διπλάσιος twofold masc voc sg διπλάσιαι , διπλάσιος twofold fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπλά — επίρρ. [διπλός] διπλάσια, σε διπλάσια ποσότητα … Dictionary of Greek
Лимма — (устар. леймма) (греч. λεῖμμα остаток, лат. limma, реже leimma) музыкальный интервал, соответствующий диатоническому полутону (малой секунде) пифагорова строя. Согласно античному определению, восходящему к пифагорейской… … Википедия