-
1 διπλη
I.ἥ (sc. γραμμή) грам. дипла, «согнутая вдвое линия» ( пометка на полях рукописи в форме › - δ. ἀπερίστικτος)δ. περιεστιγμένη Diog.L. — знак ›:
II.дор. διπλᾷ adv.1) с обеих сторонεὖ γὰρ εὕρηται δ. Soph. — оба вы говорили правильно
2) вдвое, вдвойне(ζημιοῦσθαι Plat.)
3) дважды(θανεῖν Eur.)
-
2 Μοιρασμένη χαρά γίνεται διπλή, μοιρασμένη λύπη γίνεται μισή
Μοιρασμένη χαρά γίνεται διπλή, μοιρασμένη λύπη γίνεται μισή– Η λύπη, όταν μοιράζεται, μικραίνει, ενώ η χαρά πληθαίνει• Разделенное горе – полгоря, разделенная радость – двойная радостьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Μοιρασμένη χαρά γίνεται διπλή, μοιρασμένη λύπη γίνεται μισή
-
3 διπλός
η, ό[ν]1) двойной, удвоенный;διπλή κορνίζα — двойная рама;
2) двойной, двоякий;διπλή πολιτική — двойственная политика;
διπλή έννοια ( — или σημασία) — двоякий смысл;
παίζω διπλό παιγνίδι — вести двойную игру;
3) двухколейный;4) двуспальный;διπλό κρεβάτι — двуспальная кровать;
5) двусторонний;διπλή περιπνευμονία — двустороннее воспаление лёгких;
§ καί τού χρόνου διπλός — желаю тебе в этом году жениться;
κερδίζει τα διπλά — он зарабатывает в два раза больше;
έγινε διπλός — он сильно пополнел;
τα βλέπω διπλά — у меня в глазах двоится
-
4 διπλα
-
5 διπλοος
стяж. διπλοῦς 3(ион. f διπλέη)1) двойной, парный, двухсторонний, с двумя концами(διπλῆ μάστιξ Aesch., Soph.) или остриями (διπλᾶ κέντρα Soph.)
ὅθι δ. ἤντετο θώρηξ Hom. — там, где один край брони заходил за другой2) двойной ширины, дважды обертываемый(χλαίνη Hom.)
3) двукратный или вторичный(ὁδός Aesch.; θάνατος Her.)
παῖσαι διπλῆν (sc. πληγήν) Soph. — нанести второй удар4) двухэтажный(οἰκίδιον Lys.)
5) состоящий из двух элементов, составной, сложный(ὄνομα, λῆξις Arst.)
6) двоякого рода, двоякий(κίνησις Arst.)
7) двое, два, оба(διπλοῖ στρατηλάται, sc. Ἀγαμέμνων καὴ Μενέλαος Soph.)
8) согнутый, согбенный(ἄκανθα Eur.)
9) взаимный10) вдвое больший(τινος Plat.)
διπλοῦν ὀφείλειν ὅσον ἂν καταβλάψῃ Dem. — возместить ущерб в двойном размере11) двоедушный, двуличный(ἀνήρ Eur., Plat.; πρός τινα Xen.)
-
6 ακανθα
ἥ1) шип, колючка(βάτων Theocr.; ῥόδων Luc.)
σκινδαλάμους καὴ ἀκάνθας ἐκλέγειν погов. Luc. — выбирать сучки и шипы, т.е. придираться к мелким недочетам2) терн, терновник Hom.3) аканта (предполож. разновидность акации Mimosa Nilotica) Her.4) спинной хребет, позвоночник Her., Arph., Arst., Theocr.διπλῆ ἀ. Eur. — согбенная спина;
ἄ. ἰχθύος Plut. — рыбьи кости5) щетина, иглы(χοίρου Anth.)
6) шутл. седой волос -
7 διαφραγμα
- ατος τό1) перегородка(διπλῆ διαφράγματι καλύβη Thuc.; δ. φιλότεχνον Diod.)
δ. τοῦ μυκτῆρος анат. Arst. — сошник (vomer)2) грудобрюшная преграда, диафрагма Plut. -
8 ενθακησις
ἡλίου διπλῆ ἐ. Soph. — место, с двух сторон освещаемое солнцем
-
9 μεριμνα
-
10 μιγνυμι
тж. μιγνύω и μίσγω (fut. μίξω, pf. μέμιχα; эп. 3 л. sing. aor. 2 med. ἔμικτο и μῖκτο или μίκτο; pass.: fut. μιχθήσομαι, fut. 2 μιγήσομαι, fut. 3 μεμίξομαι, aor. 1 ἐμίχθην, aor. 2 ἐμίγην, pf. μέμιγμαι; эп. inf. μιχθήμεναι и μιγήμεναι; эп. 2 л. conjct. μῐγήῃς - 3 л. pl. μιγέωσι)1) мешать, смешивать(οἶνον καὴ ὕδωρ, ἅλεσσι εἶδαρ Hom.; μέλι σὺν γάλακτι Pind.; γάλα τινί Aesch.; γῆν οὐρανῷ Plut.)
; pass. быть смешанным(κονίῃσι и ἐν κονίῃσι Hom.; ὄξος μετὰ χολῆς μεμιγμένον NT.)
μίσγεσθαι ἐς Ἀχαιούς Hom. — входить в толпу ахейцев;σύλλογος νέων καὴ πρεσβυτέρων μεμιγμένος Plat. — собрание, состоящее из молодых и стариков;ταύρου μεμίχθαι καὴ βροτοῦ διπλῇ φύσει Eur. ap. Plut. — иметь двойственную природу быка и человека ( о Минотавре)2) соединять, связыватьμῖξαι χεῖράς τε μένος τε Hom. — схватиться врукопашную;
μισγέμεναι τινὰ κακότητι καὴ ἄλγεσι Hom. — обрекать кого-л. на бедствия и скорбь;ξὺν κακοῖς μεμιγμένος Soph. — обреченный на страдания;μῖξαί τινα ἄνθεσι Pind. — украсить кого-л. цветами;πότμον μῖξαί τινι Pind. — принести кому-л. смерть;κλισίῃσι μιγήμεναι ἠδὲ νέεσσιν Hom. — прорваться до (ахейских) палаток и кораблей3) pass. быть соединенным или связанным, общаться(τινι Hom.)
μίξεσθαι ξενίῃ Hom. — быть связанным узами гостеприимства;ἐν αἱμακουρίαις μέμικται Pind. — он присутствует на гемакуриях;ἐν δαῒ или ἐν παλάμῃσι μιγῆναι Hom. — вступать в бой друг с другом;ἔσω μ. Hom. — проникнуть в дом;μ. ὑπὲρ ποταμοῖο Hom. — переправиться через реку;ἔμιχθεν στεφάνοις Pind. — они были увенчаны;ἐν τιμαῖς ἔμιχθεν Pind. — они достигли почестей4) pass. (тж. μ. (ἐν) φιλότητι или εὐνῇ Hom., Hes.) вступать в любовную связь Hom.; ( о животных) спариваться(μίγνυται τῷ θήλει τὸ ἄρρεν Arst.)
-
11 τυραννις
- ίδος ἥ1) верховная власть, владычество, господство(Διός Aesch.; τῶν ἐπιθυμιῶν Plat.)
2) тираннический образ правления, тиранния (sc. Περιάνδρου Her.)τ. τῶν Μακεδόνων Her. — тиранническая власть над македонцами
3) тиранн Her.ἡ διπλῆ τ. Aesch. — двое тираннов, т.е. Эгист и Клитемнестра
-
12 φυλοπις
(Τρώων καὴ Ἀχαιῶν Hom.)
φ. πολέμοιο, πολέμος καὴ φ. и νεῖκος φυλόπιδος Hom. — военная схватка, ожесточенное сражение;διπλῆ φ. Soph. — взаимный раздор;φυλόπιδες προτέρων Theocr. — войны древних народов -
13 μερίδα
[-ίς (-ίδος)] η1) см. μερδικό; 2) порция (пищи);διπλή μερίδα κρέατος — двойная порция мяса;
δώσε μου μισή μερίδα φασόλια — дай мне полпорции фасоли;
3) счёт;πέρασε το στη μερίδα μου — запиши это на мой счёт;
καταχωρίζω στη μερίδα των ζημιών — отнести в счёт убытков;
4) (политическая) группировка, партия;δεν ανήκω σε καμμιά μερίδα — я не принадлежу ни к какой политической группировке, я не принадлежу ни к какой партии;
§ λαμβάνω την μερίδα τού λέοντος — получить львиную долю
-
14 περιπνευμονία
η крупозное воспаление лёгких;διπλή περιπνευμονία — двустороннее воспаление лёгких
-
15 Η λύπη, όταν μοιράζεται, μικραίνει, ενώ η χαρά πληθαίνει
Μοιρασμένη χαρά γίνεται διπλή, μοιρασμένη λύπη γίνεται μισή– Η λύπη, όταν μοιράζεται, μικραίνει, ενώ η χαρά πληθαίνει• Разделенное горе – полгоря, разделенная радость – двойная радостьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Η λύπη, όταν μοιράζεται, μικραίνει, ενώ η χαρά πληθαίνει
См. также в других словарях:
διπλή — (I) η (AM διπλῆ) βλ. διπλός. (II) διπλῇ και διπλεῑ (Α) επίρρ. δύο φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < διπλούς + (επιρρ. κατάλ.) ῂ (πρβλ. αλλαχῄ, διχῄ) το δειπλεί είναι δωρικός τ. τού διπλῄ] … Dictionary of Greek
δίπλη — η σημείο συνάντησης. [ΕΤΥΜΟΛ. < διπλή, θηλυκό τού επιθέτου διπλός, με αναβιβασμό τόνου (πρβλ. θερμός θερμή θέρμη)] … Dictionary of Greek
διπλῇ — διπλάζω double fut ind mid 2nd sg (doric) διπλάζω double fut ind act 3rd sg (doric) διπλῇ twice indeclform (adverb) διπλόος twofold fem dat sg (attic epic) διπλός fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπλῆ — διπλόος twofold fem nom/voc sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπλή — διπλός fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διπλή Συμμαχία — Γαλλορωσική συμμαχία του 1891 (συμπληρώθηκε με μια στρατιωτική συμφωνία το 1893 94), που δημιουργήθηκε σε αντίθεση προς την Τριπλή Συμμαχία. Παρά την προσπάθεια που έγινε το 1899 να ενισχυθεί η Δ.Σ., στην πραγματικότητα, για πολλά χρόνια η δράση… … Dictionary of Greek
διπλῆι — διπλῇ , διπλάζω double fut ind mid 2nd sg (doric) διπλῇ , διπλάζω double fut ind act 3rd sg (doric) διπλῇ , διπλῇ twice indeclform (adverb) διπλῇ , διπλόος twofold fem dat sg (attic epic) διπλῇ , διπλός fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπλός — ή, ό (AM διπλοῡς, ῆ, οῡν και διπλός, ή, όν Α και διπλόος, η, ον θηλ. και διπλέη) 1. διπλάσιος, αυτός που είναι δύο φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος, δύο φορές ίδιος («διπλό κρεβάτι, μεροκάματο») 2. ο διπλωμένος στα δύο, σε δύο στρώσεις («διπλή… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… … Dictionary of Greek
αλλοίωση — Η μεταβολή· η μετατροπή· η τροποποίηση· η νοθεία· η παραποίηση· η αποσύνθεση. (Μουσ.) Στη μουσική, η τροποποίηση της οξύτητας ενός ήχου μέσα στα πλαίσια της κλίμακας. Σημειώνεται με ειδικά σημεία που ονομάζονται σημεία α. και τοποθετούνται δίπλα… … Dictionary of Greek