Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

διπλή

См. также в других словарях:

  • διπλή — (I) η (AM διπλῆ) βλ. διπλός. (II) διπλῇ και διπλεῑ (Α) επίρρ. δύο φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < διπλούς + (επιρρ. κατάλ.) ῂ (πρβλ. αλλαχῄ, διχῄ) το δειπλεί είναι δωρικός τ. τού διπλῄ] …   Dictionary of Greek

  • δίπλη — η σημείο συνάντησης. [ΕΤΥΜΟΛ. < διπλή, θηλυκό τού επιθέτου διπλός, με αναβιβασμό τόνου (πρβλ. θερμός θερμή θέρμη)] …   Dictionary of Greek

  • διπλῇ — διπλάζω double fut ind mid 2nd sg (doric) διπλάζω double fut ind act 3rd sg (doric) διπλῇ twice indeclform (adverb) διπλόος twofold fem dat sg (attic epic) διπλός fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπλῆ — διπλόος twofold fem nom/voc sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπλή — διπλός fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διπλή Συμμαχία — Γαλλορωσική συμμαχία του 1891 (συμπληρώθηκε με μια στρατιωτική συμφωνία το 1893 94), που δημιουργήθηκε σε αντίθεση προς την Τριπλή Συμμαχία. Παρά την προσπάθεια που έγινε το 1899 να ενισχυθεί η Δ.Σ., στην πραγματικότητα, για πολλά χρόνια η δράση… …   Dictionary of Greek

  • διπλῆι — διπλῇ , διπλάζω double fut ind mid 2nd sg (doric) διπλῇ , διπλάζω double fut ind act 3rd sg (doric) διπλῇ , διπλῇ twice indeclform (adverb) διπλῇ , διπλόος twofold fem dat sg (attic epic) διπλῇ , διπλός fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπλός — ή, ό (AM διπλοῡς, ῆ, οῡν και διπλός, ή, όν Α και διπλόος, η, ον θηλ. και διπλέη) 1. διπλάσιος, αυτός που είναι δύο φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος, δύο φορές ίδιος («διπλό κρεβάτι, μεροκάματο») 2. ο διπλωμένος στα δύο, σε δύο στρώσεις («διπλή… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… …   Dictionary of Greek

  • αλλοίωση — Η μεταβολή· η μετατροπή· η τροποποίηση· η νοθεία· η παραποίηση· η αποσύνθεση. (Μουσ.) Στη μουσική, η τροποποίηση της οξύτητας ενός ήχου μέσα στα πλαίσια της κλίμακας. Σημειώνεται με ειδικά σημεία που ονομάζονται σημεία α. και τοποθετούνται δίπλα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»