-
1 φυλοπις
(Τρώων καὴ Ἀχαιῶν Hom.)
φ. πολέμοιο, πολέμος καὴ φ. и νεῖκος φυλόπιδος Hom. — военная схватка, ожесточенное сражение;διπλῆ φ. Soph. — взаимный раздор;φυλόπιδες προτέρων Theocr. — войны древних народов -
2 εξισοω
1) делать равным, уравнивать(τινί τινα Soph.)
ἐ. τέν πόλιν Plut. — восстановить равенство в городе;ἐ. τοὺς πολίτας Arph. — установить равенство среди граждан;ἐ. τινα τοῖς ἑαυτοῦ κακοῖς Soph. — приравнивать чьи-л. бедствия к своим;ἐξισωτέον τὸ ἴσ΄ ἀντιλέξαι Soph. — я вправе ответить (тебе) как равный;ἐξισῶσαι τὰς ἀμοιβὰς ταῖς εὐεργεσίαις τινός Plut. — отплатить кому-л. полностью за его благодеяния;pass. — равняться, быть равным (τινι Thuc., Her., Arst.):χρήμασι πρός τινα ἐξισωθῆναι Plut. — сравняться с кем-л. в богатстве2) становится или быть равнымἐξισῶσαί τινα ζητεῖν Isocr. — стремиться сравняться с кем-л.;
οὐδὲν ἐ. τινι Soph. — ничем не походить на кого-л.3) улаживатьφύλοπις οὐκ ἔτ΄ ἐξισοῦται Soph. — раздор еще не улажен
-
3 μενεφυλοπις
-
4 οιοω
(только aor. pass.) оставлять одного, покидатьοἰώθη φύλοπις Hom. — сражение было оставлено (богами), т.е. боги оставили их сражаться одних;
οἰώθη δ΄ Ὀδυσσεύς Hom. — Одиссей остался один
См. также в других словарях:
φύλοπις — όπιδος, ἡ, Α ο θόρυβος, ο σάλαγος τής μάχης («κατὰ στρατὸν ᾤχετο πάντῃ ὀτρύνων μαχέσασθαι, ἔγειρε δὲ φύλοπιν αἰνήν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Επικός τ. άγνωστης ετυμολ. Διάφορες απόψεις που έχουν διατυπωθεί, ήδη από την αρχαιότητα, συνδέουν συνήθως τη… … Dictionary of Greek
φύλοπις — φύ̱λοπις , φύλοπις battle cry fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… … Dictionary of Greek
μενεφύλοπις — μενεφύλοπις, ιος, ό, ἡ (Α) αυτός που αντέχει τον πόλεμο, ο καρτερικός στη μάχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μενε (βλ. μένω) + φύλοπις «μάχη, κραυγή μάχης»] … Dictionary of Greek
οιούμαι — οἰοῡμαι, όομαι (Α) [οίος (Ι)] (επικ. τ.) (συν. εύχρηστο στο γ εν. προσ. αορ.) οἰώθη 1. μένω μόνος, εγκαταλείπομαι («οἰώθη δ Ὀδυσεὺς δουρικλυτός, οὐδέ τις αὐτῷ Ἀργείων παρέμεινεν», Ομ. Ιλ.) 2. λησμονούμαι, ξεχνιέμαι («Τρώων δ οἰώθη καὶ Ἀχαιῶν… … Dictionary of Greek
φυλόπιδα — φῡλόπιδα , φύλοπις battle cry fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλόπιδας — φῡλόπιδας , φύλοπις battle cry fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλόπιδες — φῡλόπιδες , φύλοπις battle cry fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλόπιδι — φῡλόπιδι , φύλοπις battle cry fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλόπιδος — φῡλόπιδος , φύλοπις battle cry fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύλοπιν — φύ̱λοπιν , φύλοπις battle cry fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)