-
1 отвести
-еду, -едешь, παρλθ. χρ. отвёл, -вела, -ло μτχ. παρλθ. χρ. отведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отведенный, βρ: -ден, -дена, -дено επιρ. μτχ. отведяρ.σ.μ.1. φέρω, πηγαίνω•отвести ребёнка в детский сад πηγαίνω το παιδάκι στον παιδικό σταθμό.
2. απάγω, αποσύρω, απομακρύνω παίρνω•отвести стадо от дороги παίρνω το κοπάδι από το δρόμο.
|| μεταφέρω, μετακομίζω. || μτφ. απομακρύνω, αποξενώνω.3. διοχετεύω, παροχετεύω αποχετεύω παίρνω•-воду от города διοχετεύω τα νερά έξω από την πόλη•
отвести глаза παίρνω τα μάτια (κοιτάζω αλλού).
|| αποκρούω•отвести удар αποκρούωτο χτύπημα.
|| προλαβαίνω, αποτρέπω, αποσοβώ•беду προλαβαίνω το κακό.
4. μτφ. απορρίπτω, δε δέχομαι• — заявление δεν κάνω δεκτή την αίτηση.5. παραχωρώ, παρέχω• χορηγώ•отвести участок под школьный сад παραχωρώ τόπο για σχολικό κήπο.
6. πολλαπλασιάζω με καταβολάδες.εκφρ.отвести глаза кому – αποτραβώ την προσοχή κάποιου, εξαπατώ, ξεγελώ. -
2 проверять
-
3 провести
1) (газ, электричество) τοποθετώ, διοχετεύω2) ( осуществить) εκτελώ, διεξάγω3) (время и т. п.) περνώ -
4 channel
[' ænl] 1. noun1) (the bed of a stream or other way through which liquid can flow: a sewage channel.) αγωγός2) (a passage of deeper water in a river, through which ships can sail.) δίαυλος3) (a narrow stretch of water joining two seas: the English Channel.) πορθμός4) (a means of sending or receiving information etc: We got the information through the usual channels.) κανάλι5) ((in television, radio etc) a band of frequencies for sending or receiving signals: BBC Television now has two channels.) δίαυλος, (τηλεοπτικό) κανάλι2. verb1) (to make a channel in.) ανοίγω πέρασμα2) (to direct into a particular course: He channelled all his energies into the project.) διοχετεύω -
5 market
1. noun1) (a public place where people meet to buy and sell or the public event at which this happens: He has a clothes stall in the market.) αγορά2) ((a place where there is) a demand for certain things: There is a market for cotton goods in hot countries.) αγορά2. verb(to (attempt to) sell: I produce the goods and my brother markets them all over the world.) πουλώ,διοχετεύω στην αγορά- marketing
- market-garden
- market-place
- market-square
- market price/value
- market research
- be on the market -
6 pipe
1. noun1) (a tube, usually made of metal, earthenware etc, through which water, gas etc can flow: a water pipe; a drainpipe.) σωλήνας2) (a small tube with a bowl at one end, in which tobacco is smoked: He smokes a pipe; ( also adjective) pipe tobacco.) πίπα,τσιμπούκι3) (a musical instrument consisting of a hollow wooden, metal etc tube through which the player blows or causes air to be blown in order to make a sound: He played a tune on a bamboo pipe; an organ pipe.) αυλός2. verb1) (to convey gas, water etc by a pipe: Water is piped to the town from the reservoir.) διοχετεύω2) (to play (music) on a pipe or pipes: He piped a tune.) παίζω στη φλογέρα3) (to speak in a high voice, make a high-pitched sound: `Hallo,' the little girl piped.) μιλώ/λέω με ψιλή φωνή•- piper- pipes
- piping 3. adjective((of a sound) high-pitched: a piping voice.) στριγγός,διαπεραστικός- pipeline
- piping hot -
7 route
-
8 гальванизировать
-
9 провести
ρ.δ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проведенный, βρ: -ден, -дена, -дено.1. μ. περνώ, οδηγώ•провести ребнка через улицу περνώ το παιδάκι από το δρόμο.
2. φέρω (πάνω στην επιφάνεια)•провести ладонь по лбу περνώ την παλάμηστο μέτωπο.
3. μ• χαράσσω, τραβώ•провести линию τραβώ (περνώ) γραμμή.
4. εγκατασταίνω•провести телефон περνώ τηλέφωνο.
|| κατασκευάζω, φτιάχνω•провести канал φτιάχνω διώρυγα.
5. μ. προβάλλω, προτείνω•провести интересную мысль в статье προβάλλω ενδιαφέρουσα ιδέα στο άρθρο.
|| κατορθώνω, πετυχαίνω παραδοχή, αναγνώριση•провести предложение περνώ την πρόταση.
6. καταχωρώ, εγγράφω.7. μ. διεξάγω• πραγματοποιώ κάνω•провести уборку урожая κάνω συγκομιδή•
провести репетицию κάνω πρόβα.
8. μ. περνώ, διαμένω, ζω•провести лето в деревне περνώ το καλοκαίρι στο χωριό.
|| περνώ•весело провести праздники εύθυμαπερνώ τις γιορτές.
9. μ. απατώ, ξεγελώ. || διοχετεύω.εκφρ.провести в жизнь – πραγματοποιώ στη ζωή•провести за нос – απατώ μπροστά στα μάτια. -
10 пропустить
ρ.σ.μ.1. αφήνω να περάσει, να διέλθει, να εισχωρήσει, να εισδύσει• επιτρέπω.2. εξυπηρετώ•столовая -ла за день тысячу людой το εστιατόριο εξυπηρέτησε για μια μέρα χίλια άτομα.
|| περνώ•пропустить нитку через уш-κο•
иголки περνώ την κλωστή στην τρύπα του βελονιού.
|| διατρυπώ• διαπερνώ•пропустить гвоздь через доску διατρυπώ τη σανίδα με το καρφί.
|| διοχετεύω•пропустить воду через фильтр φιλτράρω το νερό.
|| κόβω•пропустить мясо через мясорубку περνώ το κρέας από την κρεατομηχανή, κόβω το κρέας στην κρεατομηχανή.
|| εξετάζω, ελέγχω• περνώ• υποβάλλω•пропустить проект через комиссию περνώ το σχέδιο από την επιτροπή (για έλεγχο).
3. αναμερώ (για να περάσει κάποιος)•женщину с ребнком κάνω μέρος να περάσει η γυναίκα με το παιδάκι.
|| επιτρέπω την είσοδο•пропустить в парк επιτρέπω την είσοδο στο πάρκο.
(αθλτ.) δεν μπορώ να αποτρέψω το γκολ•вратарь -ил мяч в ворота ο τερματοφύλακας δε μπόρεσε να αποτρέψει το γκολ.
4. περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι πλησίον. || ξεχνώ κάτι περνώντας από κοντά. || αφήνω να μου διαφύγει η ευκαιρία.5. αφήνω κενό. || παρέρχομαι• παραλείπω•пропустить несколько страниц αφήνω μερικές σελίδες.
|| απουσιάζω•пропустить урок απουσιάζω από το μάθημα.
6. (απλ.) πίνω (ποτό), κατεβάζω. || τρώγω κάτι, τσιμπώ.εκφρ.никого не пропустить – δεν αφήνω κανέναν σε ησυχία. -
11 сбросить
ρ.σ.μ.1. καταρρίπτω, ρίχνω κάτω•сбросить кого с лестницы ρίχνω κάποιον κάτω από τη σκάλα•
сбросить ношу с плеч ρίχνω κάτω το φορτίο από τους ώμους.
|| απωθώ, αναγκάζω σε υποχώρηση. || επιρρίπτω, ρίχνω επάνω. || μτφ. γκρεμίζω• αποτινάζω•сбросить самодержавие ρίχνω κάτω την απολυταρχία•
сбросить колониальный режим αποτινάζω το αποικιοκρατικό καθεστώς.
2. αφαιρώ, βγάζω, πετώ•сбросить туфлю с ноги βγάζω το παπούτσι από το πόδι•
сбросить одеяло πετώ (απωθώ) το πάπλωμα.
|| μτφ. αποβάλλω, διώχνω•сбросить лень διώχνω την τεμπελιά•
сбросить апатию αποβάλλω την απάθεια.
3. κατεβάζω, λιγοστεύω, μειώνω, ελαττώνω•сбросить давление κατεβάζω την πίεση•
сбросить вес λιγοστεύω το βάρος.
4. ρίχνω άτακτα. || διοχετεύω.5. (χαρτπ.) βγάζω, αποθέτω τα. περίσσια χαρτιά.6. ρίχνω, κατευθύνω αλλού (τα νερά).ρίχνομαι κάτω απο, πηδώ κάτω απο•с моста πηδώ κάτω από το γεφύρι.
-
12 channel
1) διοχετεύω2) κανάλι3) ρείθρο -
13 transmit
1) διοχετεύω2) μεταδίδω
См. также в других словарях:
διοχετεύω — διοχετεύω, διοχέτευσα βλ. πίν. 19 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διοχετεύω — (AM διοχετεύω) [οχετεύω] (για υγρά) μεταφέρω με οχετό, σωλήνα νεοελλ. 1. μεταφέρω από ένα δοχείο σε άλλο 2. μεταβιβάζω χωρίς τη βοήθεια αγωγού 3. (για πράγματα, έννοιες, ειδήσεις κ.λπ.) διαδίδω, μεταδίδω επιλεκτικά ή κρυφά αρχ. παθ. (για χώρα)… … Dictionary of Greek
διοχετεύω — διοχέτευσα, διοχετεύτηκα, μεταφέρω με αγωγό υγρό ή αέριο ή ηλεκτρικό ρεύμα με καλώδια: Υπάρχουν μεγάλοι υπόγειοι αγωγοί, που διοχετεύουν φυσικό αέριο στην πόλη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εποχετεύω — (AM ἐποχετεύω) διοχετεύω, στέλνω νερό σε κάποιο σημείο με οχετό, με αυλάκι αρχ. παθ. ἐποχετεύομαι ποτίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οχετεύω «διοχετεύω»] … Dictionary of Greek
διοχετεύει — διοχετεύομαι pres ind mp 2nd sg διοχετεύομαι pres ind act 3rd sg διοχετεύω furnish with channels pres ind mp 2nd sg διοχετεύω furnish with channels pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διοχετεύουσιν — διοχετεύομαι pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διοχετεύομαι pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) διοχετεύω furnish with channels pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διοχετεύω furnish with channels … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιοχέτευτος — η, ο [διοχετεύω] αυτός που δεν έχει διοχετευθεί … Dictionary of Greek
ανάβω — Ι (μτβ.) 1. πυροδοτώ, βάζω φωτιά 2. διοχετεύω ρεύμα σε ηλεκτρική μηχανή ή λαμπτήρα 3. εξοργίζω, ερεθίζω 4. υποκινώ τις ορμές κάποιου, προκαλώ τις σαρκικές επιθυμίες του 5. προκαλώ σύγχυση, συμφορά 6. χτυπώ, χαστουκίζω «τού τήν άναψε στα μούτρα» 7 … Dictionary of Greek
διασωληνίζω — (Μ) διοχετεύω με σωλήνα … Dictionary of Greek
διοχέτευση — η [διοχετεύω] 1. μεταφορά ή μεταβίβαση υγρού ή αερίου με τη βοήθεια οχετού 2. μεταβίβαση χωρίς τη μεσολάβηση αγωγού (π.χ. με καλώδιο) 3. φρ. «διοχέτευση ειδήσεων, πληροφοριών κ.λπ.» παροχή επιλεκτική ή κρυφή … Dictionary of Greek
διοχετεία — διοχετεία, η (Α) [διοχετεύω] το υδραγωγείο … Dictionary of Greek