-
1 вести
вести́несов1. (сопровождать) ὀδηγῶ, συνοδεύω, πηγαίνω κάποιον:\вести за руку πιάνω ἀπό τό χέρι·2. (идти во главе) ὀδηγω, ἡγούμαι, εἶμαι ἐπί κεφαλής:\вести войска в бой ὀδηγῶ τά στρατεύματα στή μάχη·3. (управлять \вести машиной и т. п.) ὀδηγῶ, διευθύνω:\вести автомобиль ὀδηγῶ αὐτοκίνητο·4. (руководить) διευθύνω, καθοδηγώ:\вести дела διαχειρίζομαι τίς ὑποθέσεις· \вести заседание διευθύνω τή συνεδρίαση· \вести домашнее хозяйство διαχειρίζομαι (или διευθύνω) τό νοικοκυριό·5. (осуществлять) διεξάγω, κάνω:\вести войну́ διεξάγω πόλεμο· \вести борьбу́ κάνω ἀγώνα, παλεύω, ἀγωνίζομαι, μάχομαι· \вести переговоры διεξάγω διαπραγματεύσεις· \вести правильный образ жизни διάγω ὁμαλό τρόπο ζωής· \вести протокол κρατώ τά πρακτικά· \вести переписку а) ἀλληλογραφώ, ἔχω ἀλληλογραφία, б) διεξάγω τήν ἀλληλογραφία (в учреждении)·6. (куда-л., к чему-л.) ὀδηγῶ, φέρ[ν]ω:дорога ведет к реке ὁ δρόμος βγάζει στό ποτάμι· лестница ведет на верхний этаж ἡ σκάλα ὁδηγεί στό ἐπάνω πάτωμα·7. (иметь следствием) ὀδηγῶ προς, ἐπιφέρω, φέρ[ν]ω, ἔχω συνέπεια:это ни к чему́ не ведет αὐτό δέν ὁδηγεί σέ τίποτε· ◊ \вести начало от чего-л. χρονολογούμαι, ἀρχίζω· \вести себя хорошо συμπεριφέρομαι (или φέρνομαι) καλά· \вести наступление ἐνεργώ (или κάνω) ἐπίθεση. -
2 вести
веду, ведешь, παρλθ. χρ. вел, вела, -ло, μτχ. ενστ. ведущий, μτχ. παρλθ. χρ. ведший, παθ. μτχ. ενστ. ведомый, επίρ. μτχ. ведя; ρ.δ.1. μ. οδηγώ, προσάγω•вести слепого за руку οδηγώ τον τυφλό από το χέρι.
|| βαδίζω επικεφαλής•вести войско в бой βαδίζω επικεφαλής του στρατεύματος στη μάχη.
|| οδηγώ (όχημα, πλοίο κ.τ.τ.)2. μτφ. διευθύνω, καθοδηγώ•вести практические занятия καθοδηγώ τις πρακτικές ασκήσεις.
3. κατευθύνω•все дороги ведут в рим όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Ρώμη.
4. διεξάγω εργασία, φτιάχνω, κάνω•он смотрел, как ведут железные дороги αυτός κοίταζε, πως φτιάχνουν τις σιδηροδρομικές γραμμές•
они вели телефонные провода αυτοί περνούσαν τηλεφωνικά καλώδια.
5. φέρω, άγω• καταλήγω•куда -ет эта дорога? που οδηγεί αυτός ο δρόμος;
μτφ. συνεπάγομαι, συνεπιφέρω, έχω σαν αποτέλεσμα•алкоголизм -етквы-ровдению ο αλκολισμός οδηγεί στον εκφυλισμό.
6. απρόσ. σκεβρώνω•доску -ет от сырости η οανίδα σκεβρώνει από την υγρασία.
7. μ. κρατώ• διεξάγω, τηρώ, διατηρώ, εκτελώ•вести протокол κρατώ πρακτικό•
вести дневник κρατώ ημερολόγιο•
вести записи κρατώ σημειώσεις•
вести огонь ανάβω φωτιά•
вести знакомство πιάνω γνωριμία•
вести войну διεξάγω (κάνω) πόλεμο•
вести борьбу κάνω αγώνα (αγωνίζομαι)•
вести разговор κάνω κουβέντα, κουβεντιάζω, συνομιλώ•
вести переписку έχω αλληλογοαφία (αλληλογραφώ).
εκφρ.вести свой род от кого – έλκω το γένος απο....- начало от... έχω την αρχή απο... вести себя как φέρνομαι σαν1. διεξάγομαι, γίνομαι. || επιτελούμαι, πραγματοποιούμαι•-утся переговоры γίνονται διαπραγματεύσεις.
2. οδηγούμαι, διευθύνομαι, διοικούμαι•корабль -ется опытным капитаном το καράβι οδηγείται από έμπειρο καπετάνιο.
3. απρόσ. υνηθίζεται•так -ется исстари έτσι συνηθίζεται από παλιά.
4. πολλαπλασιάζομαι, πληθαίνω, -θύνομαι, αβγαταίνω•хорошо -утся куры καλά προκόβουν οι κότες.
-
3 проводить
проводить Iнесов1. (вести) ὁδηγώ, πηγαίνω κάποιον, φέρω:\проводить кратчайшим путем ὁδηγώ ἀπό τόν συντομώτερο δρό· μο· \проводить суда через льды περνώ τά πλοία ἀνάμεσα στους πάγους·2. (чем-л. по чему-л.) περνώ·3. (линию и т. ἡ.) χαράζω, χαράσσω, τραβώ:\проводить черту́ τραβώ γραμμή, χαρακώνω, χαράσσω γραμμή·4. (прокладывать, строить) κατασκευάζω, ἐγκαθιστώ:\проводить электричество в дом κάνω ἡλεκτρική ἐγκατάσταση στό σπίτι· \проводить железную дорогу κατασκευάζω σιδηροδρομική γραμμἤ5. (выполнять, осуществлять) ἐκτελώ, διενεργώ, διεξάγω:\проводить большую работу ἐκτελώ μεγάλη ἐργασία· \проводить опыты κά(μ)νω πειράματα· \проводить собрание διεξάγω συνεδρίαση· \проводить мысль (идею) ἀναπτύσσω γνώμη (ιδέα)· \проводить каку́ю-л. линию перен ἐφαρμόζω κάποια γραμμή· \проводить в жизнь πραγματοποιώ στή ζωή·6. (добиваться утверждения) ψηφίζω·7. (время и т. п.) διάγω, περνώ:весело \проводить праздник περνώ εὐθυμα τή γιορτή·8. физ. (тепло и т. п.) μεταβιβάζω·9. бухг. ἐγγράφω, καταχωρίζω:\проводить по книгам περνώ εἰς τό κατάστιχο.проводить II сов см. провожать. проводка ж1. (действие) ἡ ἐγκατάσταση·2. (провода) τά σύρματα. -
4 произвести
-веду, -ведшь, παρλθ. χρ. произвл-вела, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. произведенный, βρ: -ден, -дена, -дено μτχ. παρλθ. χρ. произведший ρ.σ.μ.1. κάνω, εκτελώ, φτιάχνω• εκπληρώ, διεξάγω•произвести ремонт κάνω επισκευή•
произвести опыт κάνω πείραμα•
произвести выстрел πυροβολώ•
произвести вычисление κάνω λογαριασμό (λογαριάζω)•
произвести следствие κάνω ανάκριση (ανακρίνω)•
произвести атомное подземное испытание κάνω ατομική υπόγεια δοκιμή•
произвести раскопки διεξάγω ανασκαφές•
произвести обыск κάνω έρευνα•
-аресты κάνω συλλήψεις.
2. παράγω, βγάζω•товары массого употребления παράγω εμπορεύματα πλατιάς κατανάλωσης.
3. προκαλώ, προξενώ•произвести впечатление, сенсацию κάνω εντύπωση, αίσθηση•
произвести шум κάνω θόρυβο κ., μτφ. κρότο.
|| γεννώ, τίκτω•произвести на свет ребнка φέρω στον κόσμο παιδάκι.
4. προβιβάζω, προάγω•произвести в генералы προάγω σε στρατηγό.
-
5 испытание
1. (проверка) η δοκιμ/ή, η δοκιμασία, η εξέταση, το πείραμα· *вы-держать - περνώ από εξετάσεις/δοκιμές- может иметь один (и только один) исход - μπορεί να έχει ένα (και μόνο ένα) αποτέλεσμαбуксировочное - (в опытовом бассейне) мор. - ρυμούλκησης (σε δεξαμενή προτύπων)гидравлическое - υδραυλική -, υδροστατική -государственные - я κρατι-κές/επίσιμες - έςдиагностическое (вчт.элн.) - διαγνωστικές -динамометрическое - маш. δυ-ναμομετρική -наземное - (ав.косм.) επίγεια -- на лабораторном макете (элн.) - πάνω στο εργαστηριακό ομοίωμα- на плотность (соединений швов и т.п.) - στεγανότητας (των ενώσεων, ραφών κ.λπ.)- на свариваемость (мет.кож.) - (συγκόλλησης- на стойкость к микроорганизмам текст. - αντοχής στους μικροοργανισμούς- на электрическую прочность под напряжением - της ηλεκτρικής αντοχής υπό φορτίοпредварительное - προκαταρκτική/δοκιμαστική -предпусковое - οι δοκιμές (πριν από την επίσημη εκκίνηση/έναρξη λειτουργίας)пропульсивное мор. - της πρόωσηςскоростное мор. - της ταχύτητας2. (авто) η δοκιμήπορείας 3. мор. η δοκιμ/ήманёвренное мор. - ελιγμώνшвартовные и ходовые-я ο δοκιμαστικός πλους, οι δοκιμές θαλάσσης (του σκάφους), разг. τα δοκιμαστικάРусско-греческий словарь научных и технических терминов > испытание
-
6 проводить
1. (возглавлять) οδηγώ, καθοδηγώ, ηγούμαι 2. (осуществлять) εκτελώ, διενεργώ, διεξάγω 3. (строить, прокладывать) κατασκευάζω, εγκαθιστώ 4. (чертить) χαράσσω, χαράζω 5. (чем-л. по чему-л.) περνώ 6. (вести) οδηγώ, φέρω 7. физ. (тепло и т.п.) μεταβιβάζω 8. (бухг.) εγγράφω, καταχωρίζω, καταχωρώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > проводить
-
7 проверять
-
8 провести
1) (газ, электричество) τοποθετώ, διοχετεύω2) ( осуществить) εκτελώ, διεξάγω3) (время и т. п.) περνώ -
9 процесс
процессм1. τό προτσές, ἡ πορεία, ἡ διεργασία, ἡ διαδικασία:производственный \процесс τό προτσές τής παραγωγής· в \процессе игры κατά τή διάρκεια (или τήν ὠρα) τοῦ παιγνιδιού·2. мед. ἡ ἐξεργασία:\процесс в легких ἡ φυματίωσις των πνευμόνων воспалительный \процесс ἡ φλεγμονή·3. юр. ἡ δίκη, ἡ διαδικασία:возбуждать \процесс κινώ ἀγωγή, κάνω δίκη· вести \процесс против кого́-л. διεξάγω δίκην ἐναντίον κάποιου. -
10 audit
-
11 carry on
1) (to continue: You must carry on working; Carry on with your work.) συνεχίζω2) (to manage (a business etc): He carries on a business as a grocer.) διεξάγω, (δια)χειρίζομαι -
12 wage
I [wei‹] verb(to carry on or engage in (especially a war): The North waged war on/against the South.) διεξάγω / κάνω (πόλεμο)II [wei‹]((also wages noun plural) a regular, usually weekly rather than monthly, payment for the work that one does: He spends all his wages on books; What is his weekly wage?) μισθός, (οικονομικές) απολαβές -
13 бой
боя (с бою), προθτ. о бое, в бою, πλθ. бои α.1. μάχη•наступательные бой επιθετικές μάχες•
бой местного назначения μάχες τοπικού χαρακτήρα (σημασίας)•
поле боя το πεδίο της μάχης•
вступить в бой μπαίνω (παίρνω μέρος) στη μάχη•
морской бой ναυμαχία•
решающий бой αποφασιστική μάχη•
рукопашный бой η μάχη σώμα προς αώμα•
уличный бой οδομαχία•
разгорался η μάχη άναψε•
вести бой διεξάγω μάχη•
взять без боя καταλαβαίνω (καταχτώ) αμαχητί•
дать бой δίνω μάχη•
вести в бой новые силы ρίχνω στη μάχη νέες δυνάμεις•
принять бой (μτφ.) δέχομαι τη μάχη•
уклоняться от боя αποφεύγω τη μάχη•
отходить с боем υποχωρώ (συμπτύσσομαι) μαχόμενος•
сдаться без боя παραδίνομαι αμαχητί•
выковаться в боях ατσαλώνομαι στις μάχες.
2. αγώνας, πάλτρ•классовые бой ο ταξικός αγώνας, ταξικές συγκρούσεις.
3. (αθλτ.) αγώνας, πάλη•кулачный бой η πυγμαχία.
4. χτύπος, χτύπημα, κρούση•бой часов το χτύπημα του ξυπνητηριού•
барабанный бой η τυμπανοκρουσία.
5. σπάσιμο, θραύση•бой посуды το σπάσιμο των πιατικών•
яйца-бой αυγά σπασμένα.
εκφρ.брать (взять) с бою – α) παίρνω (κυριεύω) με μάχη.β) αποκτώ με πάλη, αγώνα, δράση, με δραστήριες ενέργειες•бой-баба βλ. баба., -
14 воевать
воюю, воюешь, ρ.δ. πολεμώ, μάχομαι•воевать против врагов отечества πολεμώ κατά των εχθρών της πατρίδας.
|| διεξάγω, κάνω κατακτητικό πόλεμο. || μτφ. καταβάλλω μεγάλες προσπάθειες, παλεύω, κάνω αγώνα, πάλη, πόλεμο. -
15 возобновить
-влю, -вишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -вленный, βρ: -лен, -лена, -лено, ρ.σ.μ.1. επαναλαβαίνω, ξαναρχίζω, επαναρχίζω, διεξάγω εκ νέου, ξανά•переговоры -лись οι διαπραγματεύσεις (συνομιλίες) ξανάρχισαν.
2. ανανεώνω, αποκατασταίνω εκ νέου, επανορθώνω, ανακαινίζω•возобновить живопись ανανεώνω τη ζωγραφιά.
ξαναρχίζω, επαναρχίζω, επαναλαμβάνομαι•после каникул -лись занятия μετά τις διακοπές ξανάρχισαν τα μαθήματα.
-
16 делать
ρ.δ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ.деланный, βρ: -лан, -а, -о.1. φτιάχνω, κάνω, κατασκευάζω•делать мебель φτιάχνω έπιπλο.
|| δημιουργώ.2. ασχολούμαι, διεξάγω•делать опыты κάνω πειράματα.
|| κάνω•делать выбор κάνω εκλογή, εκλέγω•
делать уроки κάνω τα μαθήματα•
делать ошибку κάνω (διαπράττω) λάθος•
делать предложение κάνω πρόταση, προτείνω•
делать попытку κάνω απόπειρα, αποπειρώμαι• κάνω προσπάθεια•
делать подарок κάνω δώρο, δωρίζω•
делать покупки κάνω τα ψώνια, ψωνίζω•
делать различия κάνω διακρίσεις•
делать прогулку κάνω περίπατο•
делать глупости κάνω (διαπράττω) ανοησίες.
|| επιβάλλω•делать выговор επιβάλλω ποινή.
|| εκτελώ•делать сто оборотов в минуту κάνω εκατό στροφές στο λεπτό.
3. συμπεριφέρομαι, ενεργώ•делать все по своему κάνω πάντα από κεφαλιού μου, όπως μου αρέοει.
|| παρέχω προξενώ•делать добро κάνω καλό•
делать одолжение δανείζω.
εκφρ.это -ет вам честь – αυτό σας τιμά•что с ним -? – τι να κάνεις μ’ αυτόν;•нечего делать – δεν έχω τι να κάνω•делать всеобщим – γενικεύω•делать на скорую руку – κάνω (διεκπεραινω) στα γρήγορα•делать мину (ή лицо, физиономию) – κάνω μορφασμό, μορφάζω" делать упреки μέμφομαι, κακίζω, ψέγω•делать под себя – τα κάνω ή κατουριέμαι στο κρεβάτι•от нечего делать – μη έχοντας τι να κάνω.1. γίνομαι, καθίσταμαι•злым γίνομαι κακός (ή αγριεύω)•
погода -ется хуже и хуже ο καιρός όλο και -χειροτερεύει•
-ется темно σκοτεινιάζει•
делать скупым γίνομαι τσιγγούνης•
он -ется смешным αυτός γίνεται γελοίος (γελοιοποιείται).
2. συμβαίνω•что у вас -ется дома? τι συμβαίνει (τι γίνεται) στο σπίτι σας;•
что с ним -ется? τι του συμβαίνει;•
как это -ется? πως συμβαίνει (γίνεται) αυτό;•
с ним иногда -ются обморки συμβαίνει κάποτε αυτός να λιποθυμά•
там -ются странные вещи εκεί συμβαίνουν παράξενα πράγματα•
ему -ется дурно от этого питья αυτός γίνεται χάλια απ’ αυτό το πιοτό.
|| αναφύομαι, αναπτύσσομαι, βγαίνω•у него -ется нарыв на ноге στο πόδι του βγαίνει σπυρί.
3. σχηματίζομαι, δημιουργούμαι•на стене -ются трещины ο τοίχος σχηματίζει ρωγμές (ραγίζεται, σκάζει).
4. κατασκευάζομαι, φτιάχνομαι. || συμπεριφέρομαι•-итесь с ним, как знаете συμπεριφερθήτε του, όπως ξέρετε.
εκφρ.что ему (тебе, мне – κ.τ.τ.) -ется τι μπορεί να του συμβαίνει. -
17 диспут
-а α.1. συζήτηση (πάνω σε θέμα επιστημονικό, λογοτεχνικό κλπ.)• λογομαχία•вести диспут διεξάγω, κάνω συζήτηση, συζητώ.
2. δημόσια υποστήριξη διατριβής. -
18 оперировать
-рую, -руешь ρ.δ.1. εγχειρώ, κάνω εγχείρηση•оперировать больного εγχειρώ τον άρρωστο•
оперировать желудок κάνω εγχείρηση στομάχου.
2. (στρατ.) διεξάγω επιχειρήσεις.3. χρησιμοποιώ•оперировать фактами χρησιμοποιώ γεγονότα•
оперировать цифрами χρησιμοποιώ αριθμούς.
–ся εγχειρούμαι. -
19 организованно
επίρ.οργανωμένα•вести борьбу организованно διεξάγω τον αγώνα οργανωμένα.
-
20 переговаривать
ρ.δ.βλ. переговорить.συνομιλώ, κουβεντιάζω. || διεξάγω συνομιλίες, διαπραγματεύσεις, διαπραγματεύομαι.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
διεξάγω — διεξάγω, διεξήγαγα βλ. πίν. 135 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διεξάγω — (AM διεξάγω) [εξάγω] διενεργώ, φέρω εις πέρας μια υπόθεση μσν. φρ. «διεξάγω τὴν τοῡ παιδὸς ἡλικίαν» περνώ την παιδική ηλικία αρχ. 1. οδηγώ προς τα έξω περνώντας μέσα από κάτι ή από κάπου 2. κατευθύνομαι 3. εξετάζω, ερευνώ για εκδίκηση 4. διευθετώ … Dictionary of Greek
διεξάγω — διά , ἐκ ἄγαμαι wonder pres imperat mp 2nd sg διά ἐξάγω lead out pres subj act 1st sg διά ἐξάγω lead out pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προχρηματίζω — ΜΑ μσν. προφητεύω αρχ. 1. διεξάγω προηγουμένως χρηματικές υποθέσεις 2. (για όν. σε σειρά αναγραφής) αναφέρομαι στην αρχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + χρηματίζω «διεξάγω χρηματικές υποθέσεις»] … Dictionary of Greek
αγωνίζομαι — (Α ἀγωνίζομαι) 1. συναγωνίζομαι σωματικά ή πνευματικά για τα πρωτεία, για βραβείο 2. διεξάγω αγώνα, μάχομαι σε πόλεμο, πολεμώ 3. καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια για να πετύχω κάτι, μοχθώ, κοπιάζω αρχ. 1. συζητώ έντονα, εριστικά, προβάλλοντας… … Dictionary of Greek
αερομαχώ — ( έω) [αερομάχος] 1. ματαιοπονώ 2. μάχομαι στον αέρα, διεξάγω αερομαχία … Dictionary of Greek
αθλούμαι — ( έομαι) (AM ἀθλοῡμαι, ἀθλῶ, έω) νεοελλ. γυμνάζομαι, επιδίδομαι στον αθλητισμό μσν. αθλώ, (για τους χριστιανούς μάρτυρες) υφίσταμαι μαρτύρια, βρίσκω μαρτυρικό θάνατο για την πίστη μου στον Χριστό ή για τους αγώνες μου προς διάδοση τού… … Dictionary of Greek
αλληλοσπαράζομαι — 1. πληγώνω κάποιον θανάσιμα και ταυτόχρονα πληγώνομαι από αυτόν, αλληλοσκοτώνομαι 2. μτφ. (για πολιτικούς ή άλλους αγώνες) βρίσκομαι σε άγρια διαμάχη, διεξάγω έντονο αγώνα, συγκρούομαι με οξύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + σπαράζω ( ομαι. ΠΑΡ.… … Dictionary of Greek
αναπαλαίω — (Α ἀναπαλαίω) μσν. νεοελλ. επαναλαμβάνω την πάλη, διεξάγω νέον αγώνα μσν. αποσύρω, ανακαλώ, αναιρώ αρχ. επανορθώνω κάτι με νέον αγώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνa * + παλαίω. ΠΑΡ. μσν. ἀναπάλαισις] … Dictionary of Greek
δίνω — (I) και δίδω και δώνω (AM δίδωμι και δίδω) Ι. 1. δίνω στο χέρι κάτι, εγχειρίζω 2. χαρίζω, παρέχω («τού δώσε δέκα λίρες», «για τούτο είδεν ο Θεός τον περισσόν του πόνον και ήδωκεν στη ρήγισσα και πάλιν άλλον γόνον») 3. κληροδοτώ («τού δώσε τ… … Dictionary of Greek
διαπραγματεύομαι — (Α διαπραγματεύομαι) 1. εξετάζω ή διερευνώ κάτι σε όλη του την έκταση, αναπτύσσω εγγράφως ή προφορικώς όλες τις απόψεις για κάποιο θέμα 2. διεξάγω συνεννοήσεις για αγοραπωλησία ή για τη ρύθμιση θέματος αρχ. 1. επιχειρώ να κάνω κάτι 2. κερδίζω από … Dictionary of Greek