Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

διορίζω

См. также в других словарях:

  • διορίζω — draw a boundary through pres subj act 1st sg διορίζω draw a boundary through pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διορίζω — διορίζω, διόρισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διορίζω — (AM διορίζω Α και ιων. τ. διουρίζω) [ορίζω] 1. χαράζω τα όρια, διαχωρίζω 2. καθορίζω, διατάζω, συμβουλεύω νεοελλ. εγκαθιστώ κάποιον σε μια θέση, τού αναθέτω επίσημα μια υπηρεσία αρχ. μσν. ορίζω, προστάζω αρχ. 1. ορίζω λογικά, δίνω ορισμό 2.… …   Dictionary of Greek

  • διορίζω — διόρισα, διορίστηκα, διορισμένος 1. τοποθετώ σε θέση εργασίας: Διορίστηκε στο δημόσιο. 2. αναθέτω επίσημα κάποια υπηρεσία: Διορίστηκε δικαστικός αντιπρόσωπος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διορίζῃ — διορίζω draw a boundary through pres subj mp 2nd sg διορίζω draw a boundary through pres ind mp 2nd sg διορίζω draw a boundary through pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διορίσω — διορίζω draw a boundary through aor subj act 1st sg διορίζω draw a boundary through fut ind act 1st sg διορίζω draw a boundary through aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναδιορίζω — διορίζω εκ νέου, ξαναδιορίζω κάποιον σε θέση που είχε και προηγουμένως ή σε άλλη καινούργια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + διορίζω. ΠΑΡ. αναδιορισμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στα Έγγραφα Ελλην. Κυβερνήσεως] …   Dictionary of Greek

  • διοριεῖ — διορίζω draw a boundary through fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) διορίζω draw a boundary through fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διοριζομένων — διορίζω draw a boundary through pres part mp fem gen pl διορίζω draw a boundary through pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διοριζόμεθα — διορίζω draw a boundary through pres ind mp 1st pl διορίζω draw a boundary through imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διοριζόμενον — διορίζω draw a boundary through pres part mp masc acc sg διορίζω draw a boundary through pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»