-
1 командовать
-
2 управлять
управлять 1) (руководить) διευθύνω, διοικώ 2) (машиной и т. п.) χειρίζομαι, οδηγώ, διευθύνω; κυβερνώ (кораблём)* * *1) ( руководить) διευθύνω, διοικώ2) (машиной и т. п.) χειρίζομαι, οδηγώ, διευθύνω; κυβερνώ ( кораблём) -
3 хозяйничать
хозяйничать 1) (по дому ) κρατώ το νοικοκυριό 2) (распоряжаться) διαχειρίζομαι, διοικώ, διαφεντεύω* * *1) ( по дому) κρατώ το νοικοκυριό2) ( распоряжаться) διαχειρίζομαι, διοικώ, διαφεντεύω -
4 командовать
-дую, дуешь, μτχ. ενστ. командующийρ.δ.1. προστάζω, διατάζω, δίνω πρόσταγμα, διαταγή, παράγγελμα.2. διοικώ•полком διοικώ σύνταγμα.
3. κυβερνώ.4. δεσπδζω•высота, командующая над городом ύψωμα, που δεσπόζει, της πόλης.
-
5 управлять
1. (приводить в действие, направлять работу, движение и т.п.) οδηγώ, ελέγχω 2. (руководить деятельностью кого-, чего-л.распоряжаться чем-л.) διευθύνω, κατευθύνωοδηγώ, διοικώ3. мор. (рулевым устройством) κυβερνώ, οδηγώ, πηδαλιουχώ 4. (грам) καθορίζω, απαιτώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > управлять
-
6 администрировать
администр||и́роватьнесов διοικώ μέ γραφειοκρατικόν τρόπο. -
7 ведать
ведатьнесов1. (знать) уст. γνωρίζω, ξέρω·2. (заведовать) διευθύνω, διοικώ, διαχειρίζομαι/ κυβερνώ (управлять). -
8 властвовать
властвоватьнесов (над кем-л., над чем-л.) βασιλεύω, ἄρχω, ἐξουσιάζω/ κυριαρχώ (господствовать) I διοικώ, κυβερνώ (управлять). -
9 ворочать
ворочатьнесов1. (двигать с места) κινῶ, μετακινώ, μετατοπίζω·2. (поворачивать) στριφογυρίζω κάτι·3. (распоряжаться, управлять) разг διοικώ, διαχειρίζομαι:\ворочать делами διευθύνω μεγάλες ὑποθέσεις. -
10 командовать
команд||оватьнесов в разн. знач. διοικῶ, κυβερνώ / δεσπόζω (господствовать). -
11 править
править Iнесов1. (управлять) κυβερνώ, διέπω, διοικώ, διευθύνω·2. (лошадьми, автомашиной) ὁδηγώ.править IIнесов1. (исправлять) διορθώνω, διορθώ:\править корректу́ру διορθώνω δοκίμιο·2. (бритву и т. ἡ.) ἀκονώ, ἀκονίζω. -
12 предводительствовать
предводитель||ствоватьнесов εἶμαι ἐπικεφαλής, διοικώ, ὀδηγῶ. -
13 руководить
руководитьнесов καθοδηγώ, ὁδηγώ/ διευθύνω, διοικώ (учреждением и т. п.):\руководить рабочим движением καθοδηγώ τό ἐργατικό κίνημα· \руководить учреждением διευθύνω τό ίδρυμα. -
14 управлять
управлятьнесов1. (машиной, механизмом) ὁδηγώ, κυβερνώ:\управлять рулем πη-δαλιουχώ·2. (руководить) κυβερνώ, διοικώ/ διευθύνω (учреждением)! διαχειρίζομαι (делами)·3. г рам. συντάσσομαι. -
15 администрировать
-рую, -руешь, ρ.δ.διοικώ γραφειοκρατικά. -
16 ведать
ρ.δ.1. μ. παλ. γνωρίζω, ξέρω•он не -ет, что говорит αυτός δεν ξέρει, τι λέει.
2. μτφ. παλ. αισθάνομαι, νοιώθω•ведать любовь αισθάνομαι αγάπη.
3. (με οργν.) διοικώ, διευθύνω, διαχειρίζομαι, κουμαντάρω•ведать он не -ет να κουμαντάρει, δεν ξέρει.
σχετίζομαι, συνδέομαι με υποθέσεις. -
17 властвовать
-твую, -твуешь, ρ.δ.εξουσιάζω, άρχω, κυβερνώ. || μτφ. κυριαρχώ•властвовать умами κυριαρχώ στα πνεύματα.
|| διοικώ, διευθύνω•-над домом διαφεντεύω (κουμαντάρω) το σπίτι.
-
18 вожжи
-ей (ενκ. –а, -и θ.) χαλινά, -ρια, γκέμια.εκφρ.отпустить вожжи – αφήνω τα χαλινά (χαλαρώνω τον έλεγχο)•- а под хвост попала – δεν ξέρει τι του φταίει (για ιδιότροπο, καπριτσόζο)•прибрать вожжи к рукам ή держать в руках – παίρνω, κρατώ τα χαλινά (ηνία) στα χέρια (διευθύνω, διοικώ εγώ). -
19 возглавить
-влю, -вишьρ.σ.μ.είμαι επικεφαλής, ηγούμαι• διοικώ•возглавить делегацию είααι επικεφαλής της αντιπροσωπείας•
возглавить войско ηγούμαι του στρατεύματος.
-
20 ворочать
ρ.δ.1. μ. μετακινώ, στρέφω, γυρνώ, κυλώ• μετακινώ κυλώντας•с трудом -ет камни με δυσκολία μετακινεί τις πέτρες.
2. μτφ. διαχειρίζομαι, κουμαντάρω, διοικώ όπως θέλω.3. μτψ. γυρίζω, περιστρέφω.1. γυρίζω, γυρνώ από το ένα μέρος στο άλλο, στριφογυρίζω•он всю ночь -лся и не мог, спать αυτός όλη τη νύχτα στριφογύριζε και δε μπορούσε νά κοιμηθεί.
2. κινούμαι, κουνιέμαι,’ δρω, ενεργώ δραστήρια•эй -айтесь, надо ведь работать ε, κουνηθείτε, πρέπει να βγει και δουλιά.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
διοικώ — διοικώ, διοίκησα βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: διοικώ : εύχρηστη η λόγια μτχ. ενεστώτα σε εκφρ. όπως η διοικούσα επιτροπή … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διοικώ — (AM διοικῶ, έω) [οικώ] 1. ρυθμίζω, διευθετώ, διαχειρίζομαι 2. επαρκώ, φτάνω αρχ. μσν. είμαι επίτροπος μσν. 1. μέσ. κυβερνιέμαι, κανονίζω τη ζωή μου, περνώ τον καιρό μου 2. (για φατρίες τού Ιπποδρόμου) ενεργώ ως διευθυντής, ως υπεύθυνος αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
διοικώ — διοίκησα, διοικήθηκα, διοικημένος, διευθύνω, διακυβερνώ: Διοικεί μια μεγάλη ξενοδοχειακή μονάδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διοικῶ — διοικέω keep house pres subj act 1st sg (attic epic doric) διοικέω keep house pres ind act 1st sg (attic epic doric) διοικέω keep house pres subj act 1st sg (attic epic doric) διοικέω keep house pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηγούμαι — (AM ἡγοῡμαι, έομαι, Α δωρ. τ. ἁγοῡμαι) 1. είμαι οδηγός, προπορεύομαι, προηγούμαι, δείχνω τον δρόμο («ὥς εἰπών ἡγεῑθ , ἡ δ ἕσπετο Παλλάς Ἀθήνη», Ομ. Οδ.) 2. είμαι αρχηγός, προΐσταμαι, διευθύνω πρωτοστατώ («ηγούμαι τής επαναστάσεως») 3. (μτχ. ενεστ … Dictionary of Greek
προδιέπω — Α κυβερνώ, διοικώ, διευθύνω προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διέπω «διευθύνω, διοικώ»] … Dictionary of Greek
συνδιέπω — ΜΑ διέπω, διοικώ, κυβερνώ κάτι μαζί με κάτι άλλο ή από κοινού με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διέπω «διευθύνω, διοικώ, διαχειρίζομαι»] … Dictionary of Greek
άρχω — (AM ἄρχω) 1. κυβερνώ, εξουσιάζω 2. παθ. ( ομαι) κυβερνώμαι, διοικούμαι, είμαι υπήκοος νεοελλ. φρ. «άρχεται η συνεδρίαση» αρχίζει η συνεδρίαση αρχ. (μέσ., ομαι) 1. βρίσκομαι στην αρχή 2. κάνω την αρχή, αρχίζω κάτι 3. (το αρσ. της μετοχής του ενεστ … Dictionary of Greek
αδιοίκητος — η, ο (Α ἀδιοίκητος, ον) αυτός που δεν έχει διοίκηση, ο ακυβέρνητος νεοελλ. αυτός που δεν έχει καλή διοίκηση, παραμελημένος, κακοκυβέρνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + διοικῶ. ΠΑΡ. ἀδιοικησία] … Dictionary of Greek
αισυμνώ — αἰσυμνῶ ( άω) (Α) 1. άρχω, κυβερνώ, διοικώ 2. κατέχω το αξίωμα τού αισυμνήτη*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Αν δεν πρόκειται για δάνειο από κάποια ασιατική γλώσσα με βάση τον τ. αἰσυμν , που εκ τών υστέρων συνδέθηκε παρετυμολογικά προς το αἶσα … Dictionary of Greek
αληπασαδίζω — φέρομαι ή διοικώ όπως ο Αλή πασάς, δηλαδή αυθαίρετα και σκληρά, είμαι τυραννικός, καταπιεστικός, σκαιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αλή πασάς. ΠΑΡ. νεοελλ. αληπασαδισμός] … Dictionary of Greek