-
1 δικτυόω
-
2 θύσανος
θύσανος, ὁ (von ϑύω?), Troddel, Quaste, eine herabhangende u. beim Gehen sich bewegende Verzierung; an der αἰγίς, Il. 2, 448, an der ζώνη, 14, 181; ϑύσανοι δὲ κατῃωρεῠντο φαεινοί, vom Schilde, Hes. Sc. 225; κῶας αἰγλᾶεν χρυσέῳ ϑυσάνῳ, vom goldnen Vließe, Pind. P. 4, 231; οἱ ϑύσανοι οἱ ἐκ τῶν αἰγίδων οὐκ ὄφιές εἰσι, ἀλλ' ἱμάντινοι Her. 4, 189; δικτυωτός D. Sic. 18, 26; bei Opp. Hal. 3, 187 sind ϑύσανοι die langen Fänger des Dintenfisches.
-
3 δικτυόω
См. также в других словарях:
δικτυωτός — made in net fashion masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικτυωτός — ή, ό (AM δικτυωτός, ή, όν) 1. ο κατασκευασμένος σε μορφή διχτυού 2. (ειδ. για πόρτες, παράθυρα) ο κατασκευασμένος με ράβδους ή σανίδες που τέμνονται μεταξύ τους σχηματίζοντας ρόμβους νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το δικτυωτό α) χώρισμα ή παραπέτο… … Dictionary of Greek
δικτυωτός — ή, ό 1. αυτός που σχηματίζει δίκτυο ή είναι πλεγμένος σαν δίχτυ: Δικτυωτή κάλτσα. 2. το ουδ. ως ουσ., δικτυωτό το καφάσι, το καφασωτό που τοποθετούσαν στα παράθυρα και αλλού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δικτυωτός συνδετικός ιστός — Συνδετικός ιστός που περιέχει δικτυωτές ίνες και πολλά ιστιοκύτταρα. Ο λεμφικός ιστός, που αποτελεί κύριο τμήμα του δικτυοενδοθηλιακού συστήματος, αποτελείται κυρίως από δ.σ.ι … Dictionary of Greek
δικτυωτά — δικτυωτός made in net fashion neut nom/voc/acc pl δικτυωτά̱ , δικτυωτός made in net fashion fem nom/voc/acc dual δικτυωτά̱ , δικτυωτός made in net fashion fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικτυωτῶν — δικτυωτός made in net fashion fem gen pl δικτυωτός made in net fashion masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικτυωτόν — δικτυωτός made in net fashion masc acc sg δικτυωτός made in net fashion neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικτυωταί — δικτυωτός made in net fashion fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικτυωτοῖς — δικτυωτός made in net fashion masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικτυωτοῦ — δικτυωτός made in net fashion masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικτυωτῆς — δικτυωτός made in net fashion fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)