Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

δικτυβόλος

См. также в других словарях:

  • δικτυβόλος — και δικτυοβόλος, ο (Α) ο ψαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίκτυον + βόλος < βάλλω (πρβλ. τοξοβόλος, υδροβόλος)] …   Dictionary of Greek

  • δικτυβόλος — a fisherman masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικτυβόλοισιν — δικτυβόλος a fisherman masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικτυβόλων — δικτυβόλος a fisherman masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίχτυ — και δίκτυ και δίκτυο και δίχτυο (AM δίκτυον Μ και δίκτυ και δίκτυν) 1. πλέγμα από νήματα ή μετάλλινα σύρματα, τα οποία διασταυρώνονται και αφήνουν τρύπες, βροχίδες, χρήσιμα για τη σύλληψη ψαριών, πουλιών, ζώων 2. οποιοδήποτε δικτυωτό πλέγμα για… …   Dictionary of Greek

  • δικτυβολώ — δικτυβολῶ ( έω) (Α) [δικτυβόλος] ρίχνω το δίχτυ …   Dictionary of Greek

  • δικτυοβόλος — ο βλ. δικτυβόλος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»