-
1 δικτυβόλος
δικτυ-βόλος, ὁ, der Netzwerfer, Fischer -
2 δικτυο-βόλος
δικτυο-βόλος, ὁ, = δικτυβόλος, Poll. 7, 137.
-
3 δικτυο-θήρας
δικτυο-θήρας, ὁ, = δικτυβόλος, Schol. Theocr. 1, 40.
См. также в других словарях:
δικτυβόλος — και δικτυοβόλος, ο (Α) ο ψαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίκτυον + βόλος < βάλλω (πρβλ. τοξοβόλος, υδροβόλος)] … Dictionary of Greek
δικτυβόλος — a fisherman masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικτυβόλοισιν — δικτυβόλος a fisherman masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικτυβόλων — δικτυβόλος a fisherman masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίχτυ — και δίκτυ και δίκτυο και δίχτυο (AM δίκτυον Μ και δίκτυ και δίκτυν) 1. πλέγμα από νήματα ή μετάλλινα σύρματα, τα οποία διασταυρώνονται και αφήνουν τρύπες, βροχίδες, χρήσιμα για τη σύλληψη ψαριών, πουλιών, ζώων 2. οποιοδήποτε δικτυωτό πλέγμα για… … Dictionary of Greek
δικτυβολώ — δικτυβολῶ ( έω) (Α) [δικτυβόλος] ρίχνω το δίχτυ … Dictionary of Greek
δικτυοβόλος — ο βλ. δικτυβόλος … Dictionary of Greek