Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

δικαιωτήριον

См. также в других словарях:

  • δικαιωτήριον — δικαιωτήριον, το (AM) τόπος κρίσεως και τιμωρίας, δικαστήριο ειδ. στον Άδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίκαιος, αναλογικά προς το δεσμωτήριον] …   Dictionary of Greek

  • δικαιωτήριον — place of punishment neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαιωτηρίοις — δικαιωτήριον place of punishment neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαιωτηρίου — δικαιωτήριον place of punishment neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαιωτηρίων — δικαιωτήριον place of punishment neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαιωτηρίῳ — δικαιωτήριον place of punishment neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαιωτήρια — δικαιωτήριον place of punishment neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίκαιος — α και η, ο και δίκιος, α, ο (AM δίκαιος, α, ον) Ι. 1. αυτός που κρίνει δίκαια, που απονέμει δικαιοσύνη σύμφωνα με τους νόμους και τη λογική («ο δίκαιος κριτής γυρεύει να χωρίσει το δίκαιο από το άδικο») 2. ο νόμιμος («δίκαιος κληρονόμος») 3. ο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»