-
1 διθύραμβος
1 dithyramb ταὶ Διωνύσου πόθεν ἐξέφανεν σὺν βοηλάτᾳ χάριτες διθυράμβῳ; (viz. ἐκ τῆς Κορίνθου) O. 13.19 πρὶν μὲν ἕρπε σχοινοτένειά τ' ἀοιδὰ διθυράμβων καὶ τὸ σὰν κίβδηλον ἀνθρώποισιν ἀπὸ στομάτων Δ. 2. 2. Herodian. 2. 626. 35. L., ὥσπερ διθύραμβον διθύραμβα παρὰ Πινδάρῳ fr. 86. test.,Σ O. 13.25
c. ἐν μὲν τοῖς ὑπορχήμασιν ἐν Νάξῳ φησὶν πρῶτον εὑρεθῆναι διθύραμβον, ἐν δὲ τῷ πρώτῳ τῶν διθυράμβων ἐν Θήβαις fr. 71. Herodian. 2. 375. 12. L., Πίνδαρος δέ φησι λυθίραμμον. καὶ γὰρ Ζεὺς τικτομένου αὐτοῦ (= τοῦ Διονύσου) ἐπεβόα· λῦθι ῥάμμα fr. 85. Philodem., de musica 4 p. 89. 10K. καὶ Πίνδαρον οὕτω νομίζειν, ὅτ' ἔφη θύσων πο[ιεῖς]θαι διθύραμβον fr. 86a cf. Kallim. fr. 494Pf. & test. -
2 διθύραμβος
Aδιθύραμβα Pi.Fr.86
:—dithyramb, Archil.77, Epich.132, Hdt.1.23, Pi.O.13.19, Pherecr.145.11, Pl.Lg. 700b, Arist.Pol. 1342b7, Pr. 918b18, etc.;μιξοβόας δ. A.Fr. 355
: metaph. of bombastic language,τοσουτονὶ δ. ᾄσας Pl.Hp.Ma. 292c
;οὐκέτι πόρρω διθυράμβων φθέγγομαι Id.Phdr. 238d
.II a name of Dionysus, E.Ba. 526 (lyr.), Philod.Scarph.1:—hence [full] Δῐθυραμβογενής, AP9.524. (Pi. is said to have written it λῡθίραμβος (Fr.85) —as if from λῦθι ῥάμμα, the cry of Bacchus when sewn up in his father's thigh.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διθύραμβος
-
3 διθύραμβος
δῑθύραμβος, διθύραμβοςdithyramb: masc nom sg -
4 διθυράμβω
δῑθυράμβω, διθύραμβοςdithyramb: masc nom /voc /acc dualδῑθυράμβω, διθύραμβοςdithyramb: masc gen sg (doric aeolic)——————δῑθυράμβῳ, διθύραμβοςdithyramb: masc dat sg -
5 διθύραμβ'
δῑθύραμβα, διθύραμβοςdithyramb: masc acc sgδῑθύραμβε, διθύραμβοςdithyramb: masc voc sg -
6 ἴαμβος
Grammatical information: m.Meaning: name of a metrical foot and a verse, `iambus, mocking verse' (Archil., Hdt., Att.).Compounds: Compp., e. g. ἰαμβο-ποιός (Arist.), χωλ-ίαμβος `choliambus' (Demetr. Eloc.; cf. Risch IF 59, 284f.).Derivatives: ἰαμβικός `iambical, mocking' (Arist., D. H.), ἰαμβώδης `mocking' (Philostr.), ἰαμβύλος `mocking poet' (Hdn.), ἰαμβύκη name of an instrument (Eup., H.; cf. σαμβύκη), ἰαμβεῖος `iambic', ἰαμβεῖον n. `iambic verse' (Att.). Denominative verbs: ἰαμβίζω, - ιάζω `speak, mock in iambi' (Gorg., Arist.; cf. v. Wilamowitz Glaube 2, 53) with ἰαμβιστής `mocking-poet' (Ath.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Cf. διθύραμβος, θρίαμβος (also ἴθυμβος); of Pre-Greek origin. Older attempts to give an explanation from Indo-European in Bq (with Add. et corr.) ; s. on διθύραμβος. - Acc. to Theander Eranos 20, 1ff. to ἰά; on this Kretschmer Glotta 13, 243ff. (s. also on ἔλεγος). See Hester, Lingia 13 (1965) 354f.Page in Frisk: 1,704Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἴαμβος
-
7 διθυράμβοις
δῑθυράμβοις, διθύραμβοςdithyramb: masc dat pl -
8 διθυράμβου
δῑθυράμβου, διθύραμβοςdithyramb: masc gen sg -
9 διθυράμβους
δῑθυράμβους, διθύραμβοςdithyramb: masc acc pl -
10 διθυράμβων
δῑθυράμβων, διθύραμβοςdithyramb: masc gen pl -
11 διθύραμβα
δῑθύραμβα, διθύραμβοςdithyramb: masc acc sg -
12 διθύραμβε
δῑθύραμβε, διθύραμβοςdithyramb: masc voc sg -
13 διθύραμβοι
δῑθύραμβοι, διθύραμβοςdithyramb: masc nom /voc pl -
14 διθύραμβον
δῑθύραμβον, διθύραμβοςdithyramb: masc acc sg -
15 λυθίραμμος
λυθίραμμος a Pindaric etymological interpretation of the word dithyramb. λυθίραμμος (i. e. διθύραμβος: cf. Et. Mag., καὶ Ζεὺς τικτομένου αὐτοῦ (sc. Διονύσου) ἐπεβόα· λῦθι ῥάμμα) fr. 85. -
16 βοηλάτης
A one that drives away oxen, cattle-lifter, S.Ichn.117, AP11.176 (Lucill.).IV β. διθύραμβος the dithyramb which gains a bull for the prize, Pi.O.13.19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βοηλάτης
-
17 Διθυραμβογενής
A v. διθύραμβος 11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Διθυραμβογενής
-
18 θρίαμβος
2 epith. of Dionysus, Trag.Adesp.140, D.S. 4.5, Ath.1.30b, Plu.Marc.22, Arr.An.6.28.2.3 metaph., scandal, δεδιὼς τὸν ἐκ λόγων θ. Conon 31.1.II = Lat. triumphus (which is borrowed fr. θ. through Etruscan), Plb.6.15.8, D.S.12.64, Mon. Anc.Gr.2.20, SIG804.9 (Cos, i A.D.), Plu.Publ.20, etc.; ὁ μέγας θ. the triumph, opp. ὁ ἐλάττων θ. ovatio, Id.Marc.22, cf. D.H.8.67; ὁ πεζὸς θ.,= ovatio, Id.9.36. (For the termination perh. cf. ἴαμβος, διθύραμβος, but the origin of θρι- is unknown.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θρίαμβος
-
19 μιξοβόας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μιξοβόας
-
20 φρύγιος
A dry, Hsch.------------------------------------A Phrygian,δι' αἴας.. Φρυγίας A.Supp. 548
(lyr.), etc.; δείματα Φ. the terrors of the Phrygian goddess, E.El. 457 (lyr.).2 Φ. νόμοι, μέλεα, Phrygian music, esp. of music played on the flute, said to have been invented by Marsyas, E.Or. 1426 (lyr.), Tr. 545 (lyr.);Φ. αὐλοί Id.Ba. 127
(lyr.):πᾶσα βακχεία.. μάλιστα.. ἐστὶν ἐν τοῖς αὐλοῖς.. · ὁ διθύραμβος ὁμολογουμένως δοκεῖ εἶναι Φ. Arist.Pol. 1342b7
;τῆς Φρυγίον [ἁρμονίας] τὸ ἔνθεον Luc.
l.c.; Φ. διὰ πασῶν εἶδος, τόνος, τρόπος, Phrygian scale, Cleonid.Harm.9,12, Alyp.Diat.7,al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φρύγιος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
διθύραμβος — Αρχαίο ελληνικό χορικό άσμα με αφηγηματικό περιεχόμενο, αφιερωμένο κατά κανόνα στον Διόνυσο. Δυστυχώς, o ορισμός για τον δ. είναι γενικός, επειδή το υλικό που προσφέρεται σε κείμενα και πληροφορίες είναι πολύ αποσπασματικό. Σε κάθε περίπτωση,… … Dictionary of Greek
διθύραμβος — δῑθύραμβος , διθύραμβος dithyramb masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διθύραμβος — ο 1. ποίημα με ενθουσιώδη χαρακτήρα προς τιμή του Διονύσου. 2. υπερβολικό εγκώμιο: Γράφτηκαν διθύραμβοι για την προεκλογική συγκέντρωση του κόμματός μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Дифирамб — (διθύραμβος) особый вид древнегреческой лирики, развивавшийся в связи с вакхическим культом Диониса, или Вакха, названный одним из эпитетов этого божества и отражавший на себе черты бога вина, необузданного веселья и душевных страданий. Местами… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
DITHYRAMBUS — Bacchi apud Graecos cognomen, quod ei datum volunt, vel quod in antro διθύρῳ seu bifori nutritus fuerit, vel quod bis natus binas fores transierit, alvum matris videlicet, et femur Iovis, ut in fabulis est; cui originationi tamen quantitas… … Hofmann J. Lexicon universale
ίαμβος — Μέτρο της αρχαίας ελληνικής ποίησης. Ο ιαμβικός πους (ί.) αποτελείται από δύο συλλαβές, μία βραχεία και μία μακρά. Η ετυμολογία της λέξης είναι αμφίβολη· η λέξη ί., όπως και οι θρίαμβος, διθύραμβος, είναι μάλλον προελληνικές. Πιθανόν να είχαν… … Dictionary of Greek
βοηλάτης — βοηλάτης, ο (θηλ. άτις, η) (Α) 1. αυτός που αρπάζει βόδια, ζωοκλέφτης 2. ο βουκόλος 3. (για τον οίστρο) εκείνος που αναγκάζει βασανιστικά τα βόδια να τρέχουν 4. (για τη βουκέντρα) αυτός που κεντρίζει τα βόδια να προχωρούν 5. φρ. «βοηλάτης… … Dictionary of Greek
Διόνυσος — I Ο νεότερος αλλά και πιο δημοφιλής από τους θεούς του Ολύμπου. Η θεϊκή του υπόσταση έλαβε δύο αντίθετες εκφράσεις: την εύθυμη και πολυθόρυβη χαρά που επικρατούσε στις γιορτές του και τη μανία της καταστροφής. Γι’ αυτό και η λατρεία του… … Dictionary of Greek
διθυράμβω — δῑθυράμβω , διθύραμβος dithyramb masc nom/voc/acc dual δῑθυράμβω , διθύραμβος dithyramb masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διθύραμβ' — δῑθύραμβα , διθύραμβος dithyramb masc acc sg δῑθύραμβε , διθύραμβος dithyramb masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Dithyramb — Attic relief (4th century BCE) depicting an aulos player and his family standing before Dionysos and a female consort, with theatrical masks displayed above. The dithyramb (διθύραμβος – dithurambos) was an ancient Greek hymn sung and danced in… … Wikipedia