-
1 ιαμβικός
ἰ̱αμβικός, ἰαμβίζωassail in iambics: perf part act neut nom /voc /acc sgἰαμβικόςof invective: masc nom sg -
2 ἰαμβικός
ἰ̱αμβικός, ἰαμβίζωassail in iambics: perf part act neut nom /voc /acc sgἰαμβικόςof invective: masc nom sg -
3 ἰαμβικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰαμβικός
-
4 ιαμβικά
ἰαμβικόςof invective: neut nom /voc /acc plἰαμβικά̱, ἰαμβικόςof invective: fem nom /voc /acc dualἰαμβικά̱, ἰαμβικόςof invective: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
5 ἰαμβικά
ἰαμβικόςof invective: neut nom /voc /acc plἰαμβικά̱, ἰαμβικόςof invective: fem nom /voc /acc dualἰαμβικά̱, ἰαμβικόςof invective: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
6 ιαμβικών
-
7 ἰαμβικῶν
-
8 ιαμβικόν
-
9 ἰαμβικόν
-
10 ιαμβική
-
11 ἰαμβικῇ
-
12 ιαμβικής
-
13 ἰαμβικῆς
-
14 ιαμβικαίς
-
15 ἰαμβικαῖς
-
16 ιαμβικαί
-
17 ἰαμβικαί
-
18 ιαμβικοίς
-
19 ἰαμβικοῖς
-
20 ιαμβικού
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ιαμβικός — ή, ό (Α ἰαμβικός, ή, όν) [ίαμβος] 1. (για στίχους) αυτός που αποτελείται από ιάμβους 2. φρ. (ελλ. μουσ.) «ιαμβικό γένος» ένα από τα ρυθμικά γένη τής ελληνικής παραδοσιακής μουσικής, από την αρχαιότητα ώς τις μέρες μας, το οποίο χαρακτηρίζεται από … Dictionary of Greek
ιαμβικός — ή, ό αυτός που αποτελείται από ιάμβους ή έχει το ρυθμό του ιάμβου: Ιαμβικός στίχος. – Ιαμβική ποίηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἰαμβικός — ἰ̱αμβικός , ἰαμβίζω assail in iambics perf part act neut nom/voc/acc sg ἰαμβικός of invective masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰαμβικά — ἰαμβικός of invective neut nom/voc/acc pl ἰαμβικά̱ , ἰαμβικός of invective fem nom/voc/acc dual ἰαμβικά̱ , ἰαμβικός of invective fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰαμβικῶν — ἰαμβικός of invective fem gen pl ἰαμβικός of invective masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰαμβικόν — ἰαμβικός of invective masc acc sg ἰαμβικός of invective neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σημωνίδης ο Αμοργίνος — Ιαμβικός ποιητής του β’ μισού του 7ου π.Χ. αι.· γεννήθηκε στη Σάμο, αλλά ίδρυσε στην Αμοργό μια αποικία συμπολιτών του. Σώζονται, εκτός από λίγα αποσπάσματα, δύο ολόκληρα ποιήματα, σε ιαμβικούς στίχους· το μεγαλύτερο απ’ αυτά (118 στίχοι) είναι η … Dictionary of Greek
ἰαμβικαῖς — ἰαμβικός of invective fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰαμβικαί — ἰαμβικός of invective fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰαμβικοῖς — ἰαμβικός of invective masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰαμβικοί — ἰαμβικός of invective masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)