Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

διθρονος

См. также в других словарях:

  • δίθρονος — δίθρονος, ον (Α) φρ. «Ἀχαιῶν δίθρονον κράτος» ο Μενέλαος κι ο Αγαμέμνων που κυβερνούν τους Αχαιούς …   Dictionary of Greek

  • δίθρονον — δίθρονος two throned masc/fem acc sg δίθρονος two throned neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διθρόνου — δίθρονος two throned masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίσκηπτρος — δίσκηπτρος, ον (Α) δίθρονος, δικρατής. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + σκήπτρον] …   Dictionary of Greek

  • θρόνος — Υψηλό κάθισμα με βραχίονες, ερεισίνωτο και υποπόδιο· μεταφορικά, το αξίωμα των βασιλιάδων και των αρχιερέων, καθώς και η εξουσία ή και η περιφέρεια στην οποία ασκείται η εξουσία επισκόπου. Από τους αρχαίους χρόνους ο θ. αποτελούσε τιμητικό… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»