Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

διερέσσω

См. также в других словарях:

  • διερέσσω — (Α) [ερέσσω] 1. κωπηλατώ, κολυμπώ με όλες μου τις δυνάμεις 2. φρ. «διερέσσω χέρας» κουνώ τα χέρια μου προς διάφορες κατευθύνσεις …   Dictionary of Greek

  • διερέττοντα — διερέσσω row about pres part act neut nom/voc/acc pl (attic) διερέσσω row about pres part act masc acc sg (attic) διερέσσω row about pres part act neut nom/voc/acc pl (attic) διερέσσω row about pres part act masc acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διερέσσοντας — διερέσσω row about pres part act masc acc pl διερέσσω row about pres part act masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διήρεσα — διερέσσω row about aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διήρεσαν — διερέσσω row about aor ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διήρεσσα — διερέσσω row about aor ind act 1st sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διήρεσσ' — διήρεσσα , διερέσσω row about aor ind act 1st sg (epic) διήρεσσε , διερέσσω row about aor ind act 3rd sg (epic) διήρεσσε , διερέσσω row about imperf ind act 3rd sg διήρεσσι , διήρης double masc/fem/neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»