-
1 διερεσσω
-
2 διηρεσα
См. также в других словарях:
διερέσσω — (Α) [ερέσσω] 1. κωπηλατώ, κολυμπώ με όλες μου τις δυνάμεις 2. φρ. «διερέσσω χέρας» κουνώ τα χέρια μου προς διάφορες κατευθύνσεις … Dictionary of Greek
διερέττοντα — διερέσσω row about pres part act neut nom/voc/acc pl (attic) διερέσσω row about pres part act masc acc sg (attic) διερέσσω row about pres part act neut nom/voc/acc pl (attic) διερέσσω row about pres part act masc acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διερέσσοντας — διερέσσω row about pres part act masc acc pl διερέσσω row about pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διήρεσα — διερέσσω row about aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διήρεσαν — διερέσσω row about aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διήρεσσα — διερέσσω row about aor ind act 1st sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διήρεσσ' — διήρεσσα , διερέσσω row about aor ind act 1st sg (epic) διήρεσσε , διερέσσω row about aor ind act 3rd sg (epic) διήρεσσε , διερέσσω row about imperf ind act 3rd sg διήρεσσι , διήρης double masc/fem/neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)